Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018





Παρακολουθήστε το βιντεοκλιπ. Ο Πάνος Κιάμος μας κάνει μαθήματα πολυπολιτισμού. Ο Ιρακινός νεαρός ερωτεύεται μια Ελληνιδα (;) νέα κοπέλα κάνουν σχέση μέσα στα ερείπια μιας οικονομικά παρηκμασμένης Αθήνας. Ο έρωτας καταλήγει σε χωρισμό λόγω της απέλασης του νεαρού Ιρακινού που αποχωρίζεται την Ελληνίδα σύντροφο του.

Δείτε το βίντεο εδώ

Posted on Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2018 by Unknown

No comments

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Alice Wellinger’s Surreal Human Animal Hybrid Art





του Δημήτρη Παπαγεωργίου

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε έναν πολύ σημαντικό, και παραγνωρισμένο εκτός των στενών "κομματικών γραφείων" παράγοντα, που μόλις πρόσφατα αναδείχθηκε από τον Αντώνη Σαμαρά, στα πλαίσια της υποψηφιότητάς του για την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας. Ο λόγος για την "μεσαία τάξη". Η οποία άλλωστε αποτελεί και την πραγματική ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας.

Εδώ θα πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Γιατί μπορεί σε έναν "πλειστηριασμό αγάπης" για την μεσαία τάξη όλοι να την υμνούν και να την περιγράφουν με τα ζωηρότερα των χρωμάτων. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Για την "ανατροπή" που ευαγγελιζόμαστε, η μεσαία τάξη είναι μεν το σημαντικότερο εργαλείο, αλλά και το μεγαλύτερο εμπόδιο. Οι πιο επικίνδυνες και αντεθνικές δυνάμεις, προέρχονται από την ίδια την μεσαία τάξη και τη νοοτροπία που την θέλει υποταγμένη στις συστημικές επιταγές. Τυπικά χαρακτηριστικά της μεσαίας τάξης είναι ο συντηρητισμός (με την έννοια της υποταγής στην πολιτική ορθότητα), η αυταρέσκεια, ο θαυμασμός για τις πολιτικές ελίτ αλλά και μια διαστρεβλωμένη εμμονή στην "σταθερότητα". Και είναι βέβαιο ότι τα δημιουργικότερα κομμάτια της μεσαίας τάξης, προσβλέπουν στο ενδεχόμενο μετάβασης τους στην ανώτερη τάξη, με όποιον τρόπο είναι αυτό δυνατόν.

Επιπλέον, στην χώρα μας, λόγω της παντελούς ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς, δίχως αντιστάσεις, ο αντικοινωνικός ριζοσπαστισμός (τύπου ΣΥΡΙΖΑ) και οι αντιπατριωτικές απόψεις που παλαιότερα συναντούσε κανείς σε κομμάτια της εργατικής τάξης, μεταφέρθηκαν στην μεσαία.

Πέραν αυτών όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε αλλαγή και αν επέλθει - και μιλάμε για την ανατροπή του αριστερο-φιλελεύθερου συστήματος- θα γίνει με τους όρους που θα θέσει η μεσαία τάξη.

Θα ήταν πολύ ωραίο και πολύ απλούστερο, να μείνουμε προσκολλημένοι στην φρασεολογία των διαφόρων επαναστατικών (μαρξιστικών και εθνικών) κινημάτων του πρώτου μισού του αιώνα, που καλούσαν σε εξέγερση τις..εργατικές μάζες. Πρέπει όμως εδώ κάπου να κατανοήσουμε, ότι οι εργατικές μάζες δεν υπάρχουν πια. Τα τελευταία 50 χρόνια, στην δυναμικότερη περίοδο του καπιταλισμού και λόγω των τεχνολογικών αλμάτων, η μεσαία τάξη συσσώρευσε ένα σημαντικό μέγεθος πλούτου και βελτίωσε τους όρους ζωής της.

Και ακριβώς εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Οι "αξίες" της μεσαίας τάξης, προέρχονται από την δυναμική αυτή περίοδο του καπιταλισμού. Και παρόλο που το σύστημα βουλιάζει όλο και πιο γρήγορα στον βάλτο των δικών του αδυναμιών, κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους, εμείς προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις προερχόμενες αντιλήψεις από την δεκαετία του '50 και του '60, με φρασεολογία ακόμη παλαιότερη, του '30 και πιο παλιά.

Αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά στα κόμματα της αριστεράς. Η αριστερά τύπου ΣΥΡΙΖΑ (που μιλά με σύγχρονους όρους) και η αριστερά τύπου ΚΚΕ (με την γνωστή παλαιολιθικότητα).

Με όλα τα καλά και τα κακά της, η μεσαία τάξη, αποτελεί πλέον το κλειδί για οποιαδήποτε αλλαγή. Και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του "χώρου" είναι να βρει τρόπους να απευθυνθεί σε αυτήν, πέραν των ξεκάθαρων πατριωτικών προβληματισμών. Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Ειδικά όταν κάποιοι θεωρούν ότι είναι απευθείας απόγονοι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, και ο κόσμος θα πρέπει να...ψάξει να τους βρει. Δεν είναι έτσι σύντροφοι. Οι μέρες που οι νέοι αναζητούσαν τις "λέσχες ξιφομαχιών" έχουν περάσει. Σήμερα αυτό που χρειαζόμαστε, βρίσκεται πιο κοντά στους...αποστόλους της πρώιμης χριστιανικής εποχής. Και θα πρέπει να καθορίσουμε την γλώσσα στην οποία μιλάμε. Ασχολούμενοι με τα ζητήματα του σήμερα.

πηγή: Περιοδικό Patria (τευχ.20 Νοεμβρ-Δεκεμβρ. 2009) 


Posted on Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2015 by Unknown

1 comment

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

http://www.axisradio.gr/wp-content/uploads/2015/06/070615-edhk.jpg

Η “εθνικιστική” οικονομία κατά την Χρυσή Αυγή , σύμφωνα με τον λόγο του αρχηγού της που εκφώνησε στη Βουλή των Ελλήνων, εδράζεται στην επιστροφή στον προστατευτισμό. Δηλαδή σύμφωνα με την Χρυσή Αυγή , το κράτος πρέπει να προστατεύει διάφορες ομάδες είτε αυτοί θα είναι οι βιομήχανοι , είτε οι αγρότες , είτε οι εργάτες. 

Όμως η οικονομία της Ελλάδος και γενικά του σοσιαλκαπιταλιστικού συστήματος στηρίζεται στην αρχή του προστατευτισμού. Η αρχή αυτή δημιουργεί στρεβλώσεις , ανισότητες , ανισορροπίες , παρασιτισμό , υπανάπτυξη και στο τέλος τα έξοδα τα πληρώνει ο λαός στο σύνολο του. Το σύστημα που αναγγέλλει ο αρχηγός της Χ.Α δεν είναι κάτι καινούριο . 

Υπάρχει προ πολλού και ευθύνεται για την τωρινή κατάσταση της Ελλάδος. Είναι ένα σύστημα προστατευτισμού που κινείται από την προστασία του εργάτη ή του αγρότη μέχρι την προστασία του καταθέτη και του τραπεζίτη , ανάλογα με την φατρία που ανεβαίνει στην εξουσία. 

Με λίγα λόγια η Χρυσή Αυγή κινείται αυστηρά στα πλαίσια του συστήματος που υποτίθεται ότι καταγγέλλει. Το ζητούμενο είναι να σταματήσει κάθε εύνοια του κράτους προς διάφορες ομάδες είτε εργατών είτε τραπεζιτών και να αφεθεί η οικονομία να αναδείξει υγιείς και νέες δυνάμεις μέσα σε πλαίσια αναπτυξιακά. Ένα εθνικοκοινωνικό κράτος δεν ταΐζει κανένα χαραμοφάη και δεν προστατεύει καμιά οικονομική ομάδα. Δημιουργεί όμως τις προϋποθέσεις , τοποθετεί τις ράγες πάνω στις οποίες θα τρέξει το τρένο της εθνικής οικονομίας. Θέλουμε ένα κράτος που θα νομοθετεί υπέρ του γενικού συμφέροντος και όχι ένα κράτος που θα προστατεύει το ασθενικό και το οπισθοδρομικό ή που μέσα από τον προστατευτισμό του θα προκαλεί την καχεξία και την οπισθοδρόμηση. 

Να δώσουμε στις παραγωγικές δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας , ενέργεια με χαμηλό κόστος και χρηματοδότηση μέσα από την κρατική αναπτυξιακή τράπεζα , να δώσουμε δωρεάν ίντερνετ , παιδεία παραγωγική , να κατασκευάσουμε δρόμους , λιμάνια κλπ , κλπ. Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους. Να μεριμνά για την βάση πάνω στην οποία θα δομείται η εθνική παραγωγή στο σύνολο της χωρίς ευνοιοκρατικές αντιλήψεις και προστασίες διαφόρων παρασίτων. 

Λουκάς Σταύρου 
ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ


Πηγή: axisradio.gr

Posted on Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2015 by Unknown

No comments

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015


Μιχάλης Νικολαϊδης: Νεοφασίστας με διαταραγμένη ψυχική υγεία, προέβη σε "αποκαλύψεις" σε εφημερίδες για τη δράση νεοφασιστικών εθνικιστικών οργανώσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την σύλληψη υπόπτων για βομβιστικές ενέργειες. Πιάστηκε από την Ασφάλεια και εντελώς τυχαία το έσκασε από τη Μεσογείων. Τελικά, δεν δικάστηκε ποτέ. Λέγεται ότι μπήκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα και το έσκασε πολλές φορές. Στον εθνικιστικό χώρο της εποχής θεωρούνταν από άλλους απλά τρελός ενώ ορισμένοι τον υποπτεύονταν ότι δρούσε υπό την κάλυψη των μυστικών υπηρεσιών της χώρας.

Posted on Παρασκευή, Απριλίου 24, 2015 by Unknown

No comments

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015




Από Ιωάννη Κόντο
 Ομότιμο Καθηγητή ΕΚΠΑ

Αγαπητέ Πανεπιστημιακέ συνάδελφε Κώστα

Μετά την σημερινή Κυριακάτικη τηλεοπτική σου εμφάνιση που διήρκεσε εις χρόνον πολύ περισσότερον από ότι δίδεται εις πολλούς άλλους πανεπιστημιακούς, υποθέτω λόγω της βουλευτικής σου ιδιότητας, οφείλω να εκφράσω την απογοήτευσή μου. Το οφείλω αυτό στους άλλους συναδέλφους μας διότι εκών ή άκων δια της εμφανίσεώς σου είναι δυνατόν να δημιουργήσεις την εντύπωση στους μη πανεπιστημιακούς θεατές ότι τα λεγόμενά σου αποτελούν τυπική συμπεριφορά όλων των ομοτέχνων μας.

Ιδού λοιπόν οι αντιρρήσεις μου για τις οποίες ελπίζω η δημοκρατικότητά σου να σε ωθήσει να τις σχολιάσεις:

1. Τα μέλη του Κοινοβουλίου αμοίβονται για να εργάζονται και να προωθούν τις προτασεις τους που υποτίθεται ότι προέρχονται από τους ψηφοφόρους τους και δεν άκουσα καμία πρόταση από σένα.

2. Όπως ορθά δήλωσες δεν είσαι αρμόδιος για θέματα οικονομίας αλλά δεν μπορεί να μην είσαι αρμόδιος για θέματα παιδείας, πολιτισμού και πολιτειακής δομής.

3. Για την Ελληνική παιδεία και την ανάγκη να καταπολεμηθεί η αρχαιο-δυσανεξία των θολοκουλτουριάρηδων δεν είχες καμία πρόταση.

4. Για τις προσφατες συμφωνίες του κ. Κουράκη με τους Τούρκους πάλι τίποτα δεν είπες.

5. Η ανάγκη εισαγωγής των λογικών έργων του Αριστοτέλη (το παγκοσμίως γνωστόν ΟΡΓΑΝΟΝ) στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση φαίνεται ότι δεν σε απασχολεί.

6. Για τον κίνδυνο αλλοίωσης του πολιτισμού μας από την αθρόα εισβολή αλλοδαπών με ποκιλία ασήμαντων «πολιτιστικών» εφοδίων πάλι τίποτα δεν είπες.

7. Πρόταση για την βελτίωση του πολιτεύματός μας προς το αμεσώτερον πάλι καμία. Σταματώ εδώ επειδή δεν γνωρίζω μήπως ομιλώ προς μη ακούοντα, οπότε το πράττω επί ματαίω.

πηγή: olympia.gr

Posted on Κυριακή, Μαρτίου 29, 2015 by Unknown

No comments


Posted on Κυριακή, Μαρτίου 29, 2015 by Unknown

No comments

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Φωτογραφία του ακραίου αναρχικού (τότε) Μπενίτο Μουσολίνι


Το παραδοσιακό αριστερό – δεξιό μοντέλο του πολιτικού τόξου παρουσιάζει τον φασισμό και τον μαρξισμό ως διαμετρικά αντίθετες ιδεολογίες. Ο μαρξισμός θεωρείται ως μια ιδεολογία της άκρας αριστεράς ενώ ο φασισμός υποθετικά αντιπροσωπεύει μια προοπτική που είναι περίπου όσο πιο άκρα στη δεξιά μπορεί κανείς να πάει. Ένα άρθρο που πρόσφατα μεταφράστηκε στα αγγλικά από την πορτογαλική Finis Mundis Press, του Eric Norling «Επαναστατικός Φασισμός» κάνει πολλά στο να αποκαλύψει την οπτική του φασισμού όπως τον θεωρούσε αυτόν ο Μουσολίνι και οι κοορτές του και θέτει το θέμα της ιδεολογίας της άκρας δεξιάς υπό αμφισβήτηση. 

Το έργο αυτό αρχικά εκδόθηκε το 2001 και ο συγγραφές Norling, είναι ένας ιστορικός και δικηγόρος Σουηδός που τώρα ζει μόνιμα στην Ισπανία. Ο Norling παρατηρεί ότι καθ όλη τη διάρκεια της νεανικής ζωής του από τα παιδικά χρόνια μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Μουσολίνι ήταν όπως κάθε τυπικός αριστερός, όπως πχ ο Eugen V. Debs. Ήταν αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως «Μωρό με κόκκινες πάνες» (το οποίο σημαίνει ότι ήταν παιδί επαναστατών σοσιαλιστών γονιών). Σαν νεαρός ο ίδιος ο Μουσολίνι ήταν μαρξιστής, φανατικά ενάντια στον κλήρο, πήγε στην Ελβετία για να αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και είχε συλληφθεί και φυλακισθεί επειδή προέτρεπε σε απεργίες. Τελικά έγινε αρχηγός στο σοσιαλιστικό κόμμα της Ιταλίας και φυλακίσθηκε ξανά το 1911 για τις αντιπολεμικές ενέργειές του που σχετίζονταν με την Ιταλική εισβολή στη Λιβύη. Ο Μουσολίνι ήταν τόσο ελπιδοφόρος σαν σοσιαλιστής σε εκείνο το σημείο της καριέρας του που κέρδισε τον έπαινο του Λένιν, ο οποίος τον θεωρούσε τον φυσικό ηγέτη ενός μελλοντικού ιταλικού σοσιαλιστικού κράτους. 

Όταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε το 1914, ο Μουσολίνι αρχικά υποστήριζε την αντιπολεμική θέση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά τους επόμενους μήνες άλλαξε σε μια θέση υπέρ του πολέμου, θέση που του «πρόσφερε» την διαγραφή του από το κόμμα. Μετά κατατάχτηκε στον Ιταλικό στρατό και πληγώθηκε στη μάχη. Η λόγοι για την αλλαγή στάσης του Μουσολίνι υπέρ του πολέμου είναι απαραίτητοι για την κατανόηση της πραγματικής προέλευσης και φύσης του φασισμού και της θέσης του μέσα στο πλέγμα της πολιτικής και θεωρητικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Ο Μουσολίνι έφτασε να βλέπει τον πόλεμο σαν μια αντι ιμπεριαλιστική πάλη ενάντια σε συντηρητικές δυνάμεις όπως οι Αψβούργοι, οι Οθωμανοί Τούρκοι και η Γερμανία των Hohenzollern που επιτίθονταν σε αυτά τα καθεστώτα σαν αντεπαναστάτες εχθρούς που είχαν καταπιέσει τον σοσιαλισμό. Ο Μουσολίνι επίσης προφητικά πίστευε ότι η συμμετοχή της Ρωσίας στον πόλεμο θα ξυπνούσε αυτό το έθνος στον βαθμό που να είναι ανοιχτό σε μια σοσιαλιστική επανάσταση (που είναι ακριβώς ότι έγινε). Με άλλα λόγια, ο Μουσολίνι θεώρησε τον πόλεμο σαν μια ευκαιρία για να αναπτυχθούν αριστεροί επαναστατικοί αγώνες στην Ιταλία και αλλού.

Όταν το Ιταλικό φασιστικό κίνημα ιδρύθηκε το 1919, τα περισσότερα από τα ηγετικά στελέχη και τους θεωρητικούς του ήταν, όπως και ο ίδιος ο Μουσολίνι πρώην μαρξιστές και γενικότερα ριζοσπάστες αριστεροί όπως οι ακόλουθοι του επαναστάτη συνδικαλιστή George Sorel. Τα επίσημα προγράμματα που έβγαλαν οι φασίστες ,μεταφράσεις των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Norling, αντανακλούν μια μίξη δημοκρατικών και σοσιαλιστικών ιδεών που θα ήταν κοινή σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ομάδα της εποχής. Εάν πράγματι τα στοιχεία είναι συντριπτικά ότι ο φασισμός έχει τις ρίζες του στην άκρα αριστερά τότε από πού πήρε ο φασισμός τη φήμη του ως ιδεολογία προερχόμενη από τη δεξιά;

Η απάντηση φαίνεται να είναι ένας συνδυασμός τριών βασικών παραγόντων. Η μαρξιστική προπαγάνδα η οποία δυστυχώς βρήκε τον δρόμο της στην mainstream ιστοριογραφία, η αναθεώρηση των ίδιων των αριστερών επαναστατικών αρχών από τους ηγέτες του φασισμού και η αναπόφευκτη συμβιβασμοί και υποχωρήσεις που έγιναν από τον φασισμό προκειμένου να πετύχει τον στόχο του να ελέγχει πραγματικά το κράτος. Σχετικά με τα πρώτα αυτά ο David Ramsey Steele περιέγραψε την κλασσική μαρξιστική θεώρηση του φασισμού σε ένα σημαντικό άρθρο σχετικά με την ιστορία του φασισμού 

Το 1930 η έννοια του «φασισμού» στον αγγλόφωνο κόσμο είχε μετασχηματιστεί από μια εξωτική, ίσως σικ, ιταλική αριστοκρατία σε ένα σύμβολο του κακού για κάθε χρήση. Κάτω από την επιρροή αριστερών συγγραφέων επιβλήθηκε μια θεώρηση του φασισμού που παρέμεινε κυρίαρχη ανάμεσα στους διανοούμενους μέχρι σήμερα. Και πάει έτσι:

Ο Φασισμός είναι καπιταλισμός χωρίς τη μάσκα. Είναι ένα εργαλείο του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος κυβερνά μέσω της δημοκρατίας μέχρι να νιώσει ότι απειλείται θανάσιμα, μετά «απελευθερώνει» τον Φασισμό. Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ πήραν την εξουσία από το μεγάλο κεφάλαιο επειδή το μεγάλο κεφάλαιο προκλήθηκε από την επαναστατική εργατική τάξη. Φυσικά πρέπει να εξηγήσουμε, μετά, πως ο Φασισμός μπορεί να είναι ένα μαζικό κίνημα και ένα κίνημα που ούτε οδηγείται ούτε οργανώνεται από το μεγάλο κεφάλαιο. Η εξήγηση είναι ότι ο Φασισμός το κάνει αυτό με έξυπνη χρήση τελετουργικών και συμβόλων. Ο Φασισμός σαν ιδεολογική κατήχηση είναι κενός σοβαρού περιεχομένου ή εναλλακτικά το περιεχόμενό του είναι ασυνάρτητος. Η επιρροή του Φασισμού είναι θέμα συναισθημάτων περισσότερο παρά ιδεών. Βασίζεται σε τραγούδισμα ύμνων, κούνημα σημαιών και άλλα μικροπράγματα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά παράλογα μέσα που χρησιμοποιούνται από τους φασίστες ηγέτες που έχουν πληρωθεί από το μεγάλο κεφάλαιο για να ποδηγετούν τις μάζες.




Αυτή η αντίληψη συνεχίζει να είναι η κυρίαρχη αριστερή ανάλυση του Φασισμού και χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να εξηγηθεί γιατί για παράδειγμα αμερικανικά πολιτικά κινήματα ή φιγούρες που δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό με τον ιστορικό Φασισμό όπως για παράδειγμα το Tea Party ή οι νεοσυντηριτικοί (ασυνάρτητοι σχολιαστές) του Fox News ή των συντηρητικών ραδιοφωνικών σχολιαστών, συνεχίζουν να είναι αποδέκτες της «φασιστικής» ταμπέλας από αταβιστές φιλελευθέρους και αριστερούς.

Η πραγματικότητα της προέλευσης του Φασισμού είναι εντελώς διαφορετική. Οι δημιουργοί του ήταν μια ομάδα αριστερών διανοητών και πολιτικών αντρών των οποίων κοινό σημείο αναφοράς ήταν η κοινή συνειδητοποίηση ότι ο μαρξισμός ήταν μια αποτυχημένη ιδεολογία. Όπως παρατηρεί ο Στιλ:

Ο Φασισμός ξεκίνησε ως μια αναθεώρηση του μαρξισμού από μαρξιστές, μια αναθεώρηση που αναπτύχθηκε σε διαδοχικά στάδια, ώστε τελικά αυτοί οι μαρξιστές σταδιακά σταμάτησαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους σαν μαρξιστές και τελικά σταμάτησαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους ως σοσιαλιστές. Ποτέ δεν σταμάτησαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους σαν αντιφιλελεύθερους επαναστάτες.

Η ΚΡΙΣΗ του μαρξισμού συνέβη στη δεκαετία του 1890. Οι μαρξιστές διανοούμενοι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι μιλούν εκ μέρους μαζικών σοσιαλιστικών κινημάτων σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, και όμως έχει γίνει ξεκάθαρο εκείνα τα χρόνια ότι ο μαρξισμός είχε επιβιώσει σε έναν κόσμο για τον οποίο ο Μαρξ πίστευε ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει. Οι εργάτες γίνονταν πλουσιότεροι, η εργατική τάξη είχε χωριστεί σε τομείς με διαφορετικά ενδιαφέροντα, η τεχνολογική πρόοδος επιταχύνονταν αντί να έρχεται αντιμέτωπη με ένα οδόφραγμα, το «ποσοστό του κέρδους» δεν έπεφτε, ο αριθμός των πλούσιων επενδυτών («μεγιστάνες του κεφαλαίου») δεν έπεφτε αλλά αυξανόταν η βιομηχανική συγκέντρωση δεν μεγάλωνε, και σε όλες τις χώρες οι εργάτες έβαζαν τη χώρα πάνω από τις τάξεις τους.


Η πρώιμοι φασίστες ήταν πρώην μαρξιστές που είχαν φτάσει σε σημείο να αμφισβητούν την επαναστατική δυνατότητα του ταξικού αγώνα, αλλά είχαν επανειλημμένως φτάσει στο σημείο να θεωρούν τον επαναστατικό εθνικισμό ως δείχνοντα αξιοσημείωτες πιθανότητες. Όπως ο Μουσολίνι είχε σημειώσει σε έναν λόγο στις 5 Δεκεμβρίου του 1914:

Το Έθνος δεν εξαφανίστηκε. Συνηθίζαμε να πιστεύουμε ότι ήταν κενό περιεχομένου. Αντίθετα βλέπουμε το Έθνος να υψώνεται σαν μια συνταρακτική πραγματικότητα μπροστά μας…! Η τάξη δεν μπορεί να καταστρέψει το Έθνος. Η τάξη αποκαλύπτει εαυτόν ως μια συλλογή ενδιαφερόντων – αλλά το έθνος είναι μια ιστορία συναισθημάτων, παραδόσεων, γλώσσας, κουλτούρας και φυλής. Η τάξη μπορεί να γίνει ένα βασικό κομμάτι του Έθνους, αλλά το ένα δεν μπορεί να εξαλείψει το άλλο. Ο ταξικός αγώνας είναι ένας άσκοπος δρόμος, με αποτελέσματα και συνέπειες οπουδήποτε κάποιος βρίσκει ανθρώπους που δεν έχουν αναδείξει αυτούς στα σωστά γλωσσικά και φυλετικά πρότυπα – όπου το εθνικό πρόβλημα δεν έχει λυθεί οριστικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις το ταξικό κίνημα βρίσκεται να συντροφεύετε από ένα δυσοίωνο ιστορικό κλίμα.
Ο Φασισμός υποδόρια εγκατέλειψε τον ταξικό αγώνα για μια επαναστατική εθνικιστική έκβαση που εξέφραζε την ταξική συνεργασία κάτω από την ηγεσία ενός ισχυρού κράτους που ήταν ικανό να ενώσει το έθνος και να επιταχύνει την βιομηχανική πρόοδο. Πράγματι, ο Στιλ έκανε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με τις ομοιότητες ανάμεσα στην Ιταλία και τα μαρξιστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του 3ου κόσμου το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα:

Η λογική που υπογράμμιζε την αλλαγή της θέσης τους ήταν ότι δυστυχώς θα γινόταν επανάσταση όχι της εργατικής τάξης είτε στα ανεπτυγμένα κράτη είτε σε λιγότερα ανεπτυγμένα κράτη όπως η Ιταλία. Η Ιταλία ήταν μόνη της και το πρόβλημά της ήταν το χαμηλό βιομηχανικό της ισοζύγιο. Η Ιταλία ήταν ένα έθνος εκμεταλλευόμενων προλεταρίων ενώ οι πλουσιότερες χώρες ήταν κορεσμένα έθνη μπουρζουάδων. Το Έθνος ήταν ο μύθος που θα ένωνε τις παραγωγικές τάξεις πίσω από έναν αγώνα για να μεγεθύνουν τις εξαγωγές. Αυτές οι ιδέες επικάλυψαν την προπαγάνδα του 3ου Κόσμου τις δεκαετίες ’50 ’60 στις οποίες εμπνευσμένες ελίτ σε οικονομικά χαμηλές χώρες εκπροσωπούσαν λιγότερο τις δικές τους αλλά με σχολαστικό ανθρωπιστικό ρόλο σαν «προοδευτικές» γιατί αυτό θα επιτάχυνε την ανάπτυξη του 3ου Κόσμου. Από τον Nkrumah μέχρι τον Κάστρο οι δικτάτορες του 3ου Κόσμου θα ακολουθούσαν τα βήματα του Μουσολίνι. Ο Φασισμός ήταν μια πλήρης «πρόβα κουστουμιού» για τον μεταπολεμικό 3ο Κόσμο.

Κατά τη διάρκεια των 23ων χρόνων στην εξουσία το καθεστώς του Μουσολίνι σίγουρα έκανε αξιοσημείωτους συμβιβασμούς με τα παραδοσιακά συντηρητικά συμφέροντα όπως τη μοναρχία, το μεγάλο κεφάλαιο και την καθολική εκκλησία. Αυτοί οι πραγματιστικοί συμβιβασμοί γεννημένοι από την πολιτική ανάγκη είναι ανάμεσα στα στοιχεία που τυπικά αναφέρουν οι αριστεροί σαν δείγματα της δεξιάς φύσης του Φασισμού. Όμως υπάρχουν αρκετά στοιχεία ότι ο Μουσολίνι βασικά παρέμεινε ένας σοσιαλιστής καθ όλη τη διάρκεια της πολιτικής ζωής του. Έως το 1935, δεκατρία χρόνια αφού ο Μουσολίνι πήρε την εξουσία με την πορεία προς τη Ρώμη , το 75% της ιταλικής βιομηχανίας είχε ήδη ή κατευθείαν εθνικοποιηθεί ή βρεθεί κάτω από αυστηρό κρατικό έλεγχο. Πράγματι ήταν κυρίως προς το τέλος τόσο της ζωής του όσο και της ζωής του καθεστώτος του που η οικονομική πολιτική του Μουσολίνι ήταν κατά τον κύριο λόγο αριστερή.

Αφού έχασε για λίγο την εξουσία, για μερικούς μήνες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1943 ο Μουσολίνι επέστρεψε στην ηγεσία του Ιταλικού κράτους με γερμανική βοήθεια και έστησε αυτό που ονομάστηκε «Ιταλική Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Το καθεστώς επίμονα εθνικοποίησε όλες τις εταιρίες που απασχολούσαν περισσότερους από 100 εργάτες, αναδιένειμε τα σπίτια που προηγουμένως άνηκαν στους εργοδότες, προχώρησε σε αναδασμό της γης και είδε έναν αριθμό προεξέχων μαρξιστών να ενώνονται με την κυβέρνηση του Μουσολίνι, ανάμεσα στους οποίους και ο Nicola Bombacci, ο ιδρυτής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και προσωπικός φίλος του Λένιν. Αυτά τα γεγονότα περιγράφονται με αξιοσημείωτες λεπτομέρειες στο έργο του Norling.

Φαίνεται ότι η ιστορική πικρή αντιδικία ανάμεσα στους μαρξιστές και τους φασίστες είναι λιγότερο μια αντιδικία μεταξύ δεξιάς και αριστεράς και περισσότερο μια διαμάχη μεταξύ πρότερων παιδιών της αριστεράς. Αυτό δεν θα έπρεπε να δημιουργήσει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένης της συνήθειας των ριζοσπαστικών αριστερών γκρουπών για αιματηρές σεχταριστικές έριδες. Πράγματι θα μπορούσε να γίνει φανερό με επιχειρήματα ότι ο αριστερός «αντιφασισμός» έχει τις ρίζες του στη ζήλια ενός πιο πετυχημένου συγγενή περισσότερο παρά σε κάτι άλλο. Όπως επισήμανε ο Στιλ:

Ο Μουσολίνι πίστευε ότι ο Φασισμός είναι ένα διεθνές κίνημα. Περίμενε ότι και οι παρηκμασμένη μπουρζουάζικη δημοκρατία και ο δογματικός μαρξισμός – λενινισμός παντού θα υποχωρούσαν μπροστά στον Φασισμό, ότι ο 20ος αιώνας θα ήταν ένας αιώνας του Φασισμού. Όπως και οι αριστεροί ανταγωνιστές του υποτίμησε την αντοχή τόσο της δημοκρατίας όσο και του φιλελευθερισμού της ελεύθερης αγοράς. Αλλά στην ουσία η πρόβλεψη του Μουσολίνι εκπληρώθηκε: Το μεγαλύτερο κομμάτι του ανθρωπίνου πληθυσμού κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κυβερνήθηκαν από κυβερνήσεις που επι του πρακτέου ήταν πιο κοντά στον Φασισμό απ ότι ήταν είτε στον φιλελευθερισμό είτε στον μαρξισμό – λενινισμό. Ο 20ος αιώνας ήταν πράγματι ο φασιστικός αιώνας. 

Alternative Right

Μετάφραση : στο antistasi.info

Posted on Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015 by Unknown

No comments



Απόσπασμα από το βιβλίο του Λίνου Καρζή: “Εστίες Ελληνικού Ζωισμού”.

«Ο Κοινοβουλευτισμός, Δυτικό κατασκεύασμα, αποδείχτηκε πολιτειακό σύστημα ανίκανο, γιατί είναι απροσάρμοστο στην ελληνική γη και τους κατοίκους της, να κυβερνήσει τη χώρα. Μια ομάδα τότε, θρεμμένη απ'τις γνησιώτερες νεοελληνικές πηγές, με όργανό της το εβδομαδιαίο φύλλο «Κοινότης», πέφτει στον, αναταραγμένον απ'την αγωνία, ελληνικό χώρο και απαιτεί, με σοφά μελετημένα και αδρά επιχειρήματα, την αντικατάσταση του Κοινοβουλευτισμού με την Κοινοτική Πολιτεία. Η καινούρια αυτή διαφωτιστική εξόρμηση, στον εκτεταμένο εθνικό τομέα της διακυβέρνησης του τόπου, έρχεται σαν είδος συνέχειας του «Δελτίου» (περιοδικό) και ολοκλήρωσης των γενικών απόψεων που διακήρυξε λίγα χρόνια πρίν. Στην ομάδα μετέχει μ' ενθουσιασμό κι ο εκδότης του «Δελτίου».

Η Κοινοτική ομάδα υποστήριξε: Για να μπορέσει ο Έλληνας να ξαναβρεί τον εαυτό του και να αντιδράσει καρποφόρα στη Δυτική πνευματική βία, που εξουθενώνει τα ζώπυρά του, πρέπει να κερδίσει τη δυνατότητα να ξαναπάρει υπεύθυνα στα χέρια του τη διακυβέρνηση του εαυτού του μέσα στη μικρή ομάδα κατοίκων ενός χωριού ή τη μεγάλη μιας πόλης. Το όργανο που θα του δώσει αυτή την ευχέρεια είναι η Κοινότητά του. Η δίχως καμία Κρατική επέμβαση αυτοδιοικούμενη Κοινότητα, που οι άρχοντες της θα εκλέγονται απ'τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων, όπως γίνονταν απ'τον καιρό της εκκλησίας του Δήμου, χιλιόχρονα πριν, και κάτω απ'την οθωμανική Δεσποτεία και όπως γίνεται ακόμη στην Ελληνισμό του εξωτερικού.

Ο έλληνας δεν μπορεί και δεν πρέπει ν'απογυμνώνεται απ'την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου του. Είχε συνηθίσει, απ'τα πανάρχαια χρόνια, να βουλεύεται και ν'αποφασίζει με την ελεύτερη κρίση του, αποτέλεσμα, της απρόσκοπτης λειτουργίας των ζωπύρων του, για τον εαυτό του και για την ομάδα μέσα στην οποία ζεί σαν αξιοσέβαστο και υπολογιζόμενο άτομο. Μέσα στην στοιχειώδη, ντόπια πολιτειακή αυτή οργάνωση, που είναι η Κοινότητα, βρίσκει τη δυνατότητα εξάνθισης των ζωπύρων του και συνειδητοποίησης τους. Εκεί καθένας θα μετρήσει τον ατομισμό του, καθώς θα βρεθεί κατέναντι των άλλων ατομικοτήτων, σε διαρκή προσπάθεια υποστήριξης των δικών του και των ομαδικών συμφερόντων. Στο μικρό αυτό στίβο της ομαδικής συμβίωσης ατομικοτήτων, πολιτειακό πρωτοκυτταρο της γνήσιας Ελληνικής Κρατικής Οργάνωσης, το άτομο κατέχει τη θέση που του αρμόζει. Μόνον εκεί είναι δυνατή η σφυρηλάτηση του εαυτού του και η σύνθεσή του κατα τον πλέον αυθόρμητο, και γι'αυτό γνήσιο, τρόπο.

Η χώρα μας, μικρή σε έκταση, με λίγη και πετρωδιακή γη, σαν κυριώτερη πρώτη ύλη είχε και έχει την επεξεργασία του ανθρώπου. Είναι χαλκείο ανθρώπων, όπως θα επιμείνει να τ'αποδείξει αργότερα, μέσα σ'ολόκληρη την τριακονταετία που πέρασε, με τα θεωρητικά, πάνω στον Κοινοτισμό και τις θαυμάσιες δυνατότητες τους για την ανασύνθεση των ζωπύρων μας, έργα του, τη «Μακεδονοσλαβική Κοινότητα» τα «Αγροτικά» την «Κοινοτική Πολιτεία» και άλλα, ο εξαίρετος αποκαλυπτής του θαμμένου κάτω απ'τη Δυτική σκουριά Κοινοτισμού, και γι'αυτό γνήσιως Φωτιστής, Κώστας Καραβίδας.

Μόλις είχε τελειώσει ο Μεγάλος Σηκωμός, μ'έπαθλο για τη νίκη τη λευτεριά μικρού κομματιού της Ελλάδας και η επιδρομή των Φραγκομαθημένων επιβάλλει το Κοινοβουλευτικό ξενικό σύστημα με τον συγκεντρωτισμό του. Κόβει με μιας απ'τη ρίζα του το Κοινοτικό μας σύστημα και από άτομα μεταβάλει τους έλληνες σε μάζα, ανίκανη να βουλεύεται, με συνέπειες που θα γίνουν αργότερα οδυνηρά αισθητές και αιώνια καταισχύνη για να βαραίνει τους άθλιους αυτούς επιδρομείς. Κανένα ελαφρυντικό δεν έχουν να προτάξουν για υπεράσπισή τους. Ο Ι.Π.Κοκκώνης, στα 1828, δημοσιεύει στο Παρίσι, κοιτίδα των επιδρομέων, το «Περί Πολιτειών» σύγγραμμα του και σε εκτεταμένο παράρτημά του με τίτλο «Περί του οποίον είδος Πολιτεύματος αρμόζει εις την αναγεννώμενην Ελλάδα» βροντοκράζει ότι «είναι αναγκαιότατον να συνταχθώσιν εις όλους τους ελευθερωμένους τόπους τα ΚΟΙΝΆ» αποδείχνοντας την πρόταση του με σοφώτατη εμπειρία.

Ποιός όμως από τους αφιονισμένους νεκροθάφτες της γης μας Δυτικότροπους θα πρόσεχε τα λεγόμενα του γνήσιου στην κρίση έλληνα Κοκκώνη; Αυτός και οι σύγχρονοί μας Κοινοτιστές έχουν πρόγονο τους τον Αθηναίο Σόλωνα, θεμελιωτή της πανάρχαιας Κοινοτικής παράδοσης, κάτι ανάξιο προσοχής για τους χαύνους συνονθυλευτές Συνταγμάτων που πίσω τους κρυμμένοι μπορούν να σπιθοβολάν την εθνοκτόνα κουτοπονηριά τους «εποφελώς».

Η τελική φυσιογνωμία κάθε ανθρώπινης κοινωνικής σύνθεσης χρωστιέται πάντοτε στην αλληλοπροσαρμογή τριών στοιχείων, του φυλετικού, του πολιτιστικού και κυριώτατα του γεωοικονομικού, λέει ο Καραβίδας. Η πετυχημένη προσαρμογή τους στα τόσο ποικίλα και διαφορικώτατα τοπία των ελληνικών χωρών έφερε στη διαμόρφωση ειδικών, πανάρχαιων, στην Ελλάδα θεσμών, των «Κοινοτικών», που έχουν τον τύπο της αληθινά αξιολογικής (προσωπικής, ατομικής και όχι κληρονομικής) αριστοκρατικής Δημοκρατίας και που η άνθισή τους συνέπεσε με τις ισχυρότερες εκλάμψεις του πολιτισμού μας. Μόνο λοιπόν μέσα στους κόλπους της ξαναναστημένης γνήσιας νεοελληνικής χωρικής ή αστικής Κοινότητας μπορεί ν'ανθίσουν ξανά και να συντεθούν στη ν έ α μ ο ρ φ ή τους τα ζώπυρά μας. Σ'αυτόν μόνο, τον ποικίλο και διαφορικώτατο, από τοπίο σε τοπίο, χώρο των κογχών μας μπορούν να χαλκευτούν τα νεοελληνικά πρότυπα ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ω ν ανθρώπων, στις αναρίθμητες ποικιλίες τους. Σ'αυτές τις κόγχες ο ανθρωποφάγος εγωισμός θα μεταβληθεί σε όρθιο, σεμνό και τίμιο ατομισμό: το νόημα της ελευθερίας από αναρχική εξαθλίωση που είναι σήμερα, κατα το υπόδειγμα της Δυτικής αντίληψης, πρόσφορη σε κάθε Δεσποτισμό, θα γίνει πειθαρχική ένταξη στους θεσμούς που επιβάλλει η θέληση της Κοινοτικής ομάδας, προσαρμοσμένους στις ανάγκες της συμβίωσης και της γεωοικονομικής επιταγής. Τέλος, σ'αυτές και μόνο τις κόγχες, με τους γηγενείς κοινοτικούς θεσμούς, είναι δυνατή η ά σ κ η σ η της μέγιστης αρετής του ανθρώπινου είδους: της ελεύθερης ισορροπίας των ζώπυρων του ανθρώπου, αρετής που τον ανεβάζει στο ψηλότερο σκαλί της εξέλιξης του είδους, αλλά και εύκολα μπορεί να τον ρίξει σ'απροσμέτρητη φαυλότητα, τόσο γνώριμή μας σήμερα.»

πηγή: antistasi.info 

Posted on Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015 by Unknown

No comments

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015



Η τρομερή μετάλλαξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που ξαφνικά δέχεται τις παρελάσεις δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Κι αυτό γιατί μέχρι χθες εναντιώνονταν σφοδρά εναντίον των Παρελάσεων και των Εθνικών Εορτών.

Η ιδεολογία τους βασισμένη στον διεθνισμό της Αριστεράς έβλεπε κάθετι το εθνικό ως επιβλαβές για την διάδοση του κομμουνισμού. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη το 1933 οπότε την ίδια μέρα (25η Μαρτίου) παρουσιάζουν τις παρελάσεις ως Εθνικιστικές Επιδείξεις Φασισμού και Πολέμου.

Πραγματική τους πατρίδα, η Σοβιετία. Αυτή ήταν πάντοτε αυτή παραμένει, τι κι αν έχει προ πολλού καταρρεύσει!

Posted on Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2015 by Unknown

No comments

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015





Είναι μοναδικό φαινόμενο στην ελληνική τηλεόραση η στράτευση σε συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση; Όχι.

Όμως η σειρά του γνωστού σεναριογράφου και ηθοποιού, Καπουτζίδη, το παρακάνει!

Το Mega Κύπρου προχώρησε στο κόψιμο μιας συγκεκριμένης σκηνής από τη σειρά "Εθνική Ελλάδος" όπου παρουσιάζεται ένας φαλλός και μια υβριστική έκφραση που παραπέμπει στην ομοφυλοφιλία.
Σε δηλώσεις του ο Καπουτζίδης δήλωσε: 
"Είμαι άνθρωπος που έχω ηθικές αρχές, έχω αγάπη μέσα μου. Ό,τι γράφω, ακόμα και να είναι σκληρό, δεν το γράφω για να προσβάλω κάποιον. Θα ήθελα, λοιπόν, να με εμπιστευθεί το κυπριακό κοινό και να ακούσει την ιστορία μου. Ολόκληρη".
Στην Κύπρο, σε αντίθεση με το ελλαδικό κράτος, αυτή η σκηνή κόπηκε.
Η  άποψη περί στρατευμένης τέχνης του Καπουτζίδη δεν είναι δικιά μας. Είναι των ομοϊδεατών του: 
Αντιγράφουμε από το άρθρο του Άρη Αλεξανδρή περί της σειράς:

 "Όλο το δημιούργημά του αποτελεί μια νευρώδη και ασυμβίβαστη διαμαρτυρία που, με το προκάλυμμα της mainstream τηλεοπτικής παραγωγής, εισβάλλει σε σπίτια και συνειδήσεις πιο διεισδυτικά απ’ οποιοδήποτε άλλο προϊόν δημόσιου λόγου."
Και συνεχίζει:
"Στρατευμένα παραδείγματα, όμως, σαν αυτό της Εθνικής Ελλάδος, μοιάζουν με καλούς οιωνούς στο τοπίο της τηλεοπτικής και, κατ’ επέκταση κοινωνικής, σήψης."


Posted on Δευτέρα, Μαρτίου 23, 2015 by Unknown

No comments

230315-megalexandrosΤο βιβλίον αυτό περιγράφει την ζωήν και το έργον του κοσμοκράτορος Αλεξάνδρου, ο οποίος Ελληνοποίησε τον κόσμον, δια της ιδρύσεως του παγκοσμίου Ελληνικού κράτους.
Με την στρατιωτικήν δύναμιν και τον προσωπικόν του ηρωισμόν επέβαλε την Ελληνικήν εξουσίαν παντού. Στη συνέχεια μετέδωσε τον ανώτερο Ελληνικό πολιτισμό, από την Β. Αφρικήν έως τα Ιμαλάια.

Το πρωτοφανές κατόρθωμά του είναι μοναδικό, στην ιστορία της ανθρωπότητος και πρέπει η Ελληνική νεολαία να μάθη, τας ιδέας, τας αξίας και τον αγωνιστικόν τρόπον ζωής εκείνου του Στρατηλάτου.

Αυτός είναι ο ουσιαστικός σκοπός του παρόντος βιβλίου

πηγή: elkosmos.gr

Posted on Δευτέρα, Μαρτίου 23, 2015 by Unknown

No comments

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

http://www.dimokratianews.gr/sites/default/files/styles/inner_top_full_width/public/89_4.jpg?itok=Z3g5aEa7



Σύμφωνα με δημοσίευμα του Business Insider, το οποίο επικαλείται στοιχεία του ισλανδικού σάιτ Visir, το Κόμμα των Πειρατών έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, με 23.9% έναντι του Κόμματος της Ανεξαρτησίας με 23,4%, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση.

Μιλώντας για την πιθανότητα κυβέρνησης της χώρας, ο ιδρυτής του Κόμματος των Πειρατών, Rick Falkvinge ανέφερε στο TorrentFreak ότι ήταν κάτι που περίμενε να συμβεί πολύ αργότερα, και ερμηνεύει την εκτίναξη δημοτικότητας του κόμματος ως "το αποτέλεσμα του να λέει κάποιος τα πράγματα με τ' όνομά τους, αλλά και των ριζοσπαστικών τάσεων της "net generation". Να σημειωθεί ότι το Κόμμα των Πειρατών υποστηρίζει τον πρώην υπάλληλο της NSA, Edward Snowden και την απόφασή του να διαρρεύσει τα άπλυτα των μυστικών υπηρεσιών στον τύπο.

Ως εκ τούτου θεωρείται πολύ πιθανόν, εάν καταλάβει την εξουσία, να κάνει χρήση του νόμου που επιτρέπει στο κοινοβούλιο να παραχωρήσει την Ισλανδική υπηκοότητα σε αλλοδαπούς, προσφέροντας στον Snowden μια καινούρια πατρίδα, μετά τα δύο χρόνια παραμονής του στη Ρωσία.

πηγή: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Posted on Κυριακή, Μαρτίου 22, 2015 by Unknown

No comments


Πανηγυρικό το κλίμα στις τάξεις των μεταναστών που περιμένουν πως και πως από την κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την ψήφιση του νέου νόμου περί ιθαγένειας.

Συγκεκριμένα, η ομάδα Generation 2.0, μια ομάδα στο Facebook για τα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς ανήρτησε το tweet του πρωθυπουργού για τον στόχο της Κυβέρνησής του.

Κάτι τέτοιο φυσικά προξένησε κύμα αισιοδοξίας και πανηγυρισμών από μετανάστες οι οποίοι στα σχόλια τους τόνιζαν το πόσο σημαντικό είναι ο Τσίπρας να το εφαρμόσει. 

Posted on Κυριακή, Μαρτίου 22, 2015 by Unknown

No comments

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Άρθρο του Luca Leonello Rimbotti.
Μετάφραση –σχόλια Ιωάννης Αυξεντίου.


 Η Συντηρητική Επανάσταση-φαινόμενο ουσιαστικά Γερμανικό, αν και όχι μόνον-ήταν μία δεξαμενή ιδεών, ένα εργαστήριο, στο οποίο δημιουργήθηκε ένα κράμα από όλα εκείνα τα ιδανικά που από τη μια πλευρά απέρριπταν τον διαφωτιστικό προοδευτισμό της δύσης, ενώ από την άλλη υποστήριζαν τον δυναμισμό μιας επανάστασης με μεγάλο στυλ: όχι με την έννοια της προόδου-εξέλιξης αλλά με την έννοια της επιστροφής, επιστροφή στην εθνική παράδοση, στην τάξη των φυσικών αξιών, στον ηρωισμό, στην κοινωνία των ανθρώπων, στην ιδέα ότι η ζωή είναι τραγική αλλά και υπέροχος αγώνας. 


 Μεταξύ του 1918 και του 1932, αυτά τα ιδανικά απέκτησαν δεκάδες υποστηρικτών υψηλού πνευματικού αναστήματος, κατά μήκος ενός πολύ πλατιού φάσματος ιδεολογικών παραλλαγών: από την μικρή μειοψηφία όσων έβλεπαν στον μπολσεβικισμό την ανατολή μιας νέας κοινοτικής αντίληψης, έως τη μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που αντίθετα αγωνίζονταν για την ακραία εδραίωση του ευρωπαϊκού πεπρωμένου στην εποχή της μαζικής τεχνολογίας, διατηρώντας άθικτες, ή μάλλον επαναπροτείνοντας με επαναστατικό τρόπο τις παραδοσιακές αξίες που ήταν συνδεδεμένες με τις ρίζες του λαού: ταυτότητα, ιστορία, φυλή, γη-πατρίδα, πολιτισμός. Μεταξύ αυτών των τελευταίων, οι πιο σημαντικοί ήταν προσωπικότητες του μεγέθους του Carl Schmitt, Jünger, Moeller van den Bruck, Heidegger, Spengler, Thomas Mann, Sombart, Benn, Scheler, Klages, και πολλών άλλων. Σε αυτά τα χαοτικά Σόδομα που ήταν η δημοκρατία της Βαϊμάρης- όπου η κρίση του Ράιχ είχε αναγνωστεί ως η κρίση ολόκληρης της φιλελεύθερης Δύσης-όλοι αυτοί οι διανοούμενοι είχαν έναν κοινό παρονομαστή: να συμμετάσχουν στον αγώνα για να αντισταθούν στην κατάρρευση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, αποκαθιστώντας την παραδοσιακή τάξη πάνω σε σύγχρονες βάσεις, διαμέσου της επανάστασης. 

 Δυστυχώς, κανείς από αυτούς δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός.Και λίγοι είχαν έστω πολιτική κουλτούρα. Αυτή η έλλειψη πολιτικής αίσθησης υπήρξε η αιτία για την οποία, στην σωστή στιγμή, συχνά η ιστορία δεν αναγνωρίζεται. Και μεταξύ των πιο φημισμένων, μόνον μερικοί κατάλαβαν ότι το πεπρωμένο δεν μπορεί πάντα να έχει το πρόσωπο που εμείς φανταστήκαμε στην ησυχία των γραφείων μας, αλλά ότι μερικές φορές εμφανίζεται ξαφνικά, μιλώντας την απλή και άγρια γλώσσα των γεγονότων. Έγραφαν για μια Γερμανία που θα ξανάβρισκε την δύναμη της, μιλούσαν για έναν τύπο ανθρώπου ηρωικού και θαρραλέου, που θα κυρίευε τον μηδενισμό της σύγχρονης εποχής • περιέγραφαν τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό ως ένα από τα μεγαλύτερα κακά, την πρόοδο ως δαιμόνιο, τον καπιταλισμό ως μία λέπρα από τοκογλύφους, τον κομμουνισμό ως πρωτόγονο εφιάλτη… και επέστρεφαν στις ρίζες του Γερμανισμού, στις πηγές της ταυτότητας. Οπλισμένος με τον Νίτσε και με αρχαίους διονυσιακούς μύθους, υπήρχε ακόμη και κάποιος που ξανάναβε τις φωτιές εκείνων των αρχέγονων νυχτών στις οποίες είχε γεννηθεί ο Ευρωπαϊκός άνθρωπος… Και όμως, όταν όλα αυτά πήραν μορφή ζωής κάτω από τα παράθυρα τους, όταν οι μύθοι και οι επικλήσεις έλαβαν την μορφή ανθρώπων, ενός κόμματος, μιας φωνής, όταν ο «άνθρωπος από ατσάλι » που περιέγραφαν τα βιβλία κτυπούσε την πόρτα τους στις σχηματοποιημένες μορφές της πολιτικής, πολλά βλέμματα χαμήλωσαν, πολλά αυτιά άρχισαν να μην ακούν πια…Το παλιό σύνδρομο του ονειροπόλου, που δεν θέλει να ενοχλείται ούτε από το όνειρο του που παίρνει ζωή…Η Γερμανική συντηρητική επανάσταση εξέφρασε συχνά την τραγική μυωπία πολλών διαδόχων της εμπρός από την μορφοποίηση όχι λίγων από τις θεωρητικές κατασκευές τους. Δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν τον ήχο της καμπάνας, της οποίας οι κτύποι έβγαιναν σε μεγάλο μέρος από τα ίδια τους τα βιβλία. Τότε, ξαφνικά όλα έγιναν πολύ «δημαγωγικά», πολύ «πληβειακά». Ο διανοούμενος θέλησε να αφήσει την συστράτευση, τον αληθινό αγώνα, σε όσους δέχτηκαν να βρωμίσουν τα χέρια τους με τα γεγονότα. Μερικά από τα ολισθήματα του εθνικοσοσιαλισμού μπορούν να αποδοθούν ιστορικά στην διστακτικότητα ιδεολόγων και διανοουμένων, που δεν συμμετείχαν στον ''αγώνα για τις αξίες»'' και που, αφού τις είχαν κηρύξει για πολύ καιρό, την στιγμή της δράσης απομονώθηκαν σε έναν μικρό κόσμο φτιαγμένο από μυθιστορήματα και θεωρίες. ''Εσωτερική εξορία'' ή μάλλον λιποταξία εμπρός από τα ίδια τους τα ιδανικά; 


Ωστόσο, ένας ορισμένος χώρος για κριτική έπρεπε να υπάρχει μέσα στο πλέγμα του καθεστώτος, αφού οι ιστορικοί αναφέρουν τους σκληρούς ιδεολογικούς αγώνες κατά την διάρκεια του τρίτου Ράιχ, τις αντιπαραθέσεις, τις διαφορετικές απόψεις: ο Rosenberg δεν είχε τις ίδιες θέσεις με τον Klages• ο Heidegger και ο Krieck ήταν πολιτικοί αντίπαλοι με πολύ διαφορετικές απόψεις. Ας πάρουμε τον Jünger. Ακόμη το 1932 είχε μιλήσει για την Κυριαρχία, για την Ιεραρχία των Μορφών, για την σοφία των προγόνων, για τον Πολεμιστή, για τον Ηρωικό Ρεαλισμό, για τον Πολιτικό Στρατιώτη… Να θυμίσουμε ότι ο Jünger στην δεκαετία του ’20 συνεργάστηκε, εκτός από τα πιο γνωστά περιοδικά του ριζοσπαστικού εθνικισμού, ακόμη και με τον Völkischer Beobachter, την εθνικοσοσιαλιστική εφημερίδα, και ότι το 1923 έστειλε στον Χίτλερ ένα αντίτυπο του βιβλίο του «Θύελλες από ατσάλι» με αφιέρωση…Υπό το φως των γεγονότων, ίσως ήλθε η στιγμή να θεωρήσουμε εκείνες τις διακηρύξεις μόνον ως καλές λογοτεχνικές ασκήσεις; Στην έξαρση του αληθινού αγώνα για την Κυριαρχία, κατά την διάρκεια των αποφασιστικών χρόνων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, βρίσκουμε τον Jünger όχι στα χαρακώματα όπου ήταν την εποχή της νεότητας του, αλλά στα τραπέζια των καφενείων του Παρισιού. Εκεί τον βλέπουμε να κοροϊδεύει τον Χίτλερ στο κρυφό ημερολόγιο του, που στις σελίδες του τον αποκαλούσε με το παρατσούκλι Knièbolo. Yπήρξαν όλα αυτά μια αποκρυφιστική κατάληξη ή φτωχοποίηση του ιδεολογικού του ταλέντου, το ιστορικό παράδειγμα υπεροπτικής αριστοκρατικής διαφωνίας ή παθητική εξάντληση ενός παλαιού θάρρους και μαχητικότητας; Και ένας Oswald Spengler; Επίσης και αυτός αφού είχε μιλήσει για την αναγέννηση του Γερμανισμού και τα επιτεύγματα της λευκής φυλής, μόλις όλα αυτά απέκτησαν την μορφή ενός κόμματος που φαινόταν ότι τα έπαιρνε στα σοβαρά, αντέδρασε με μία περιφρονητική αποστασιοποίηση. Και ο Gottfried Benn; αφού είχε υμνήσει το πεπρωμένο του ''ανώτερου ανθρώπου που δίνει τον τραγικό αγώνα'', αφού εκθείασε την ''καλή φυλή'' του Γερμανού που έχει το ''συναίσθημα της πατρώας γης'' όταν είδε ότι όλα αυτά γίνονται ένα κράτος, ένας νόμος, μία πολιτική, άφησε την πένα του να πέσει… Όμως η Συντηρητική Επανάσταση , στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε μόνον αυτό.Υπήρξε και ο σοσιαλισμός του Moeller, ο αντι-οικονομισμός του Sombart, η εθνική και λαϊκή ιδέα του Heidegger, ο φιλόσοφος-χωρικός κοντά στα SA. Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος των μελών των διαφόρων επαναστατικών-συντηρητικών παρατάξεων κατέληξαν στο NSDAP( Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), συμβάλλοντας όχι λίγο στην στερεοποίηση της πολιτικής του σκέψης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έγιναν διακεκριμένες προσωπικότητες: ο Alfred Baeumler, ο Ernst Krieck κλπ. 


 Κατά τον Ernst Nolte – τον μεγαλύτερο Γερμανό ιστορικό- η Συντηρητική Επανάσταση είχε την ευκαιρία να είναι περισσότερο μία επανάσταση παρά μία συντήρηση, μόνον διότι διασταυρώθηκε με την εθνικοσοσιαλιστική πολιτική οδό: ένα μαζικό κόμμα, μία σύγχρονη προπαγάνδα, έναν χαρισματικό αρχηγό σε θέση να στοχεύσει την εξουσία. Όλα αυτά που έλειπαν στους θεωρητικούς. 'Διερωτάται ο Ernst Nolte: "Δεν υπήρξε ο εθνικοσοσιαλισμός ως άρνηση της Γαλλικής Eπανάστασης και εκείνης της Μπολσεβο-κομμουνιστικής, μία αντεπανάσταση τόσο επαναστατική, όσο η Συντηρητική Επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να είναι;" Εξάλλου, όπως υποστήριξε ο πιο έμπειρος μελετητής αυτών των θεμάτων, ο Armin Mohler, ''ο εθνικοσοσιαλισμός μένει πάντα μία απόπειρα πολιτικής πραγμάτωσης των πολιτιστικών υποσχέσεων της Συντηρητικής Επανάστασης.'' Η μετέπειτα προσπάθεια για την απαγκίστρωση της Συντηρητής Επανάστασης από το NSDAP είναι αντικειμενικά αντι-ιστορική: δοκιμάστε να αθροίσετε τα ιδεολογικά θέματα των διαφόρων εθνικό-λαϊκών κινημάτων της εποχής της Βαϊμάρης, και θα έχετε την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. 


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 

 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Luca Leonello Rimbotti έκανε μία πολύ καλή παρουσίαση και ανάλυση του φαινόμενου που ονομάστηκε Γερμανική συντηρητική επανάσταση. Αν του καταλογίζουμε κάτι, είναι ότι δεν έλαβε υπόψη του όσο θα έπρεπε την αρχαία Ελληνική ρήση: «μέτρον άριστον»• με άλλα λόγια, η ερμηνεία του μας φάνηκε μονομερής, δηλαδή κλίνει πολύ υπέρ του NSDAP και πολύ αρνητικά έναντι των διανοουμένων και φιλοσόφων που εμψύχωσαν την κίνηση της Συντηρητικής Επανάστασης. Ο Luca Leonello Rimbotti κατηγορεί, ορισμένους από αυτούς, ότι δεν είχαν το πολιτικό ένστικτο να καταλάβουν τι διαδραματιζόταν εκείνη την περίοδο, άλλους ότι δείλιασαν να συμμετάσχουν ενεργά στα δρώμενα, και κάποιους ότι ήταν πολύ «εκλεκτικοί» και έτσι δεν αποδέχτηκαν ένα μαζικό λαϊκό κίνημα. Σίγουρα η κριτική του είναι σωστή για κάποιους από αυτούς, αλλά όχι για όλους. Για παράδειγμα, σε προσωπικότητες όπως ο Oswald Spengler ή ο Werner Sombart δεν μπορούν να τους αποδοθούν οι παραπάνω κατηγορίες. Αυτοί οι διανοούμενοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τον εθνικοσοσιαλισμό και την επιστροφή στην παράδοση και στις ρίζες του γερμανικού έθνους. Το πρόβλημα τους ήταν αυτοί που ήθελαν να εκπροσωπήσουν αυτά τα ιδανικά. Εν ολίγοις, έτρεφαν πολλές αμφιβολίες πάνω στην ποιότητα, ψυχολογική, πνευματική, ανθρώπινη, των στελεχών και της ηγεσίας του NSDAP. Και μάλλον δεν έκαναν λάθος, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα στα οποία οδήγησαν οι λάθος επιλογές της ηγεσίας, οι εμμονές, ο υπέρμετρος εθνικισμός, αλλά και η προβληματική προσωπικότητα κάποιων εκ των στελεχών της ιεραρχίας, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα σε όποιον διαβάσει το ημερολόγιο του Paul J. Goebbels. Ξέρετε, σε αυτές τις περιπτώσεις, η φράση «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», αποκτά ιδιαίτερη σημασία: δεν φτάνουν οι «γενικά σωστές προθέσεις», με τις γενικότητες σχεδόν πάντα οδηγούμαστε στα βάραθρα και στη καταστροφή. Πολλές φορές, εξαιτίας της απόγνωσης, της αναζήτησης ελπίδας, της ανάγκης για άμεσες πρακτικές λύσεις, ξεχνάμε μία όμορφη ελληνική λέξη γεμάτη από λεπτές έννοιες: Διάκριση. 

 Συγκρίνοντας το τότε με το σήμερα, αυτό που με λύπη μας διαπιστώνουμε, είναι ότι στην εποχή μας δεν υπάρχουν πραγματικοί διανοούμενοι και άνθρωποι του πνεύματος, δεν υπάρχει μία πηγή από την οποία να μπορεί να ξεπηδήσει ένα επαναστατικό πνευματικό και πολιτικό κίνημα, το οποίο να απλωθεί σαν ορμητικός ποταμός χαρίζοντας ελπίδα και πάθος στις καρδιές των ανθρώπων.

πηγή: ΘΕΟΔΟΤΟΣ

Posted on Σάββατο, Μαρτίου 21, 2015 by Unknown

No comments


Στο Πανεπιστήμιο του Antwerp θα διεξαχθεί το πανευρωπαϊκό εθνικιστικό συνέδριο με τίτλο "Η Ευρώπη πέρα από τη Δύση". Οι εκδόσεις Arktos και η οργάνωση NSV παίρνουν την πρωτοβουλία να διοργανώσουν από κοινού ένα συνέδριο με κορυφαίους ομιλητές όπως ο Alexander Dugin, o Manuel Ochsenreiter, ο διευθυντής των εκδόσεων Άρκτος, John Morgan κ.α.

Γεωπολιτική, ιδεολογία και όλα τα θέματα που ταλανίζουν το σύγχρονο κόσμο θα τεθούν προς συζήτηση. Εξαιρετικό το σήμα με το Δικέφαλο Αετό.


Posted on Σάββατο, Μαρτίου 21, 2015 by Unknown

No comments


Η ιστορία του Νάρκισσου, με τις διάφορες εκδοχές της, είναι μία από τις δημοφιλέστερες της μυθολογίας. Ο νέος από τη Βοιωτία, θαμπωμένος από την ομορφιά του που καθρεφτίζεται στο νερό, πεθαίνει από μαρασμό εξαιτίας του ανικανοποίητου έρωτα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ναρκισσισμός, η εμμονική αυταρέσκεια που μπορεί να καταλήξει σε πάθηση, δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπάρχει από τότε που ο άνθρωπος πρωτοσυνάντησε το είδωλό του. Σήμερα, όμως, που ο καθένας ανεβάζει δεκάδες είδωλά του χάρη στην κατάρα και ευλογία των social media, ο ναρκισσισμός, εκτός από υπαρκτός, είναι και ψηφιακός. Οι διαταραχές που προκαλούνται από τη μανία της εξαντλητικής αυτοφωτογράφισης και της online υπερέκθεσης απασχολεί όλο και πιο συχνά τα ψυχιατρικά συνέδρια, με τους ειδικούς να επιμένουν ότι η υπέρμετρη προσήλωση στο «εγώ και ο εαυτός μου», εκτός από γραφική, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί και επικίνδυνη.
 
Εγώ, εγώ, εγώ
Η λέξη «selfie», όπως ορίζεται η σύγχρονη αυτοπροσωπογραφία που βγάζει κάποιος με το κινητό του και κατόπιν την ανεβάζει στο Facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιλέχθηκε ως «Λέξη της χρονιάς» για το 2013 από το Βρετανικό Λεξικό της Οξφόρδης. Παράλληλα, οι νέοι κανονισμοί του περίφημου επιτραπέζιου παιχνιδιού Scrabble τη δέχονται πλέον ως σωστή και οι παίκτες κερδίζουν πόντους όταν τη σχηματίζουν. Μία λέξη ισοδυναμεί πλέον με χίλιες εικόνες. Πόσα αντίγραφα του εαυτού σου μπορείς να βγάλεις ώσπου να τον ερωτευθείς παράφορα ή να μην αντέχεις άλλο να τον βλέπεις; Η απόσταση από το ένα στάδιο στο άλλο δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε.

Νάρκισσοι υπήρχαν πάντα. Από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η διαφορά είναι ότι έχουν πλέον πολλά εργαλεία στα χέρια τους: Facebook, Pinterest, Twitter, Foursquare, Instagram. Οι έρευνες μαρτυρούν ότι τα επίπεδα του ναρκισσισμού είναι πολύ υψηλότερα σε σύγκριση με τις περασμένες γενιές και δεκαετίες και όλο και περισσότερα τεστ γίνονται για να μετρηθεί η στάθμη της επικίνδυνης εγωμανίας σε άνδρες και γυναίκες. Και όπως αποκαλύπτουν αμερικανοί ψυχολόγοι, τα προφίλ των χρηστών του Facebook είναι ο πιο έγκυρος τρόπος για να επαληθεύσουν αν οι ερωτηθέντες είπαν την αλήθεια ή όχι.

«Παρακολουθώ και θαυμάζω τη δουλειά σου μέσω Facebook εδώ και αρκετό καιρό. Οι φωτογραφίες που βγάζεις είναι εκπληκτικής αισθητικής. Παίρνω, λοιπόν, το θάρρος να σου ζητήσω μια χάρη. Εδώ και λίγο καιρό χώρισα με τον φίλο μου, αλλά τον θέλω πίσω. Και σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος να τον ξανακερδίσω είναι να του τραβήξω την προσοχή μέσα από φωτογραφίες που θα μου βγάλεις εσύ. Θέλω να με αναδείξεις, να γίνω μια από τις ηρωίδες σου, να με κάνεις να θυμίζω σταρ του σινεμά»: αυτό το μήνυμα βρήκε στην προσωπική της «αλληλογραφία» στο Facebook φίλη φωτογράφος και σκηνοθέτις. Μια άγνωστη γυναίκα σε ερωτική απελπισία τής ζητούσε να τη μεταμορφώσει σε κάτι που δεν είναι, προκειμένου να θαμπώσει και να ξανακερδίσει την καρδιά του πρώην της. Το νερό της λίμνης όπου άλλοτε πνίγηκε ο Νάρκισσος έχει δώσει τη θέση του στο γυαλί της οθόνης, που είναι εξίσου θολό και παραπλανητικό.
 
Η εκδίκηση του κοινού θνητού
Ο ναρκισσισμός ξεσπά και εξαπλώνεται σαν επιδημία. Εχουμε να κάνουμε με την εκδίκηση του κοινού θνητού, του μέσου ανθρώπου, ο οποίος, ζηλεύοντας και χλευάζοντας επί χρόνια τη ζωή των σταρ, τώρα έχει βαλθεί να τους αντιγράψει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πάντα αποτελούσε είδηση το τι παρήγγειλε η Μαντόνα, ακόμη και η εγχώρια Μενεγάκη, σε ένα εστιατόριο. Ή τι φοράει όταν πηγαίνει για ψώνια. Ή πού έκανε διακοπές. Τώρα πια, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα «επώνυμα» πρόσωπα, είμαστε εμείς οι παπαράτσι του εαυτού μας. Μας καταδιώκουμε, δεν μας αφήνουμε στιγμή σε ησυχία. Μας πιέζουμε να κάνουμε δηλώσεις για το πώς αισθανόμαστε, προτού καλά καλά φτάσουμε στον προορισμό μας: «ενθουσιασμένος στην περιοχή Φάληρο» / «ευλογημένη στη βάφτιση της κορούλας μου Μαρίας-Ηλέκτρας». Μας αιφνιδιάζουμε με αυθόρμητα snapshots που τραβάμε τον εαυτό μας μόλις ξυπνήσουμε ή λίγο προτού κοιμηθούμε, όταν τρώμε, αφού φάμε, όταν βγαίνουμε από τη θάλασσα, όταν φιλιόμαστε με το άλλο μας μισό.

Δίπλα στις χίλιες εικόνες, έρχονται να προστεθούν και οι ισάριθμες λέξεις - «πεινάω, διψάω, νυστάζω, θέλω παγωτό» - σαν προστάγματα κακομαθημένων πριγκιπόπουλων που έχουν εκατοντάδες αυλικούς, κι εκείνοι με τη σειρά τους, αντί να τσακιστούν για να τα ικανοποιήσουν, απλώς κάνουν «like». Και αυτό μοιάζει αρκετό. Αλλοι, πάλι, προτιμούν τη ρητορική, τις πολιτικές αναλύσεις. Το να εκθέτεις την άποψή σου σε μια πλατφόρμα όπως το Facebook είναι κάτι παραπάνω από θεμιτό, όταν όμως γράφεις ακατάπαυστα στα ψηφιακά fora κάνοντας τους πάντες να αναρωτιούνται πότε προλαβαίνεις να κάνεις οτιδήποτε άλλο (κάτι που συμβαίνει ακόμη και με συγκεκριμένους πολιτικούς, που δουλεύουν παρέα με το Τwitter τους), τότε έχουμε να κάνουμε με την άλλη όψη του ναρκισσιστικού νομίσματος. Με τη λαλίστατη λεζάντα κάτω από την εξίσου φλύαρη φωτογραφία.

Εμείς και οι «σημαντικοί άλλοι»
Η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Νάντια Τσιλιάκου εξηγεί: «Τα άτομα των οποίων η δομή της προσωπικότητας τους τούς επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους ονομάζονται από τους ειδικούς ναρκισσιστικά. Ολοι μας νιώθουμε ευάλωτοι απέναντι στο ποιοι είμαστε, πόση αξία έχουμε, και προσπαθούμε να ζούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να προκύπτουν θετικά συναισθήματα για τον εαυτό μας. Το συναίσθημα υπερηφάνειας και αποδοχής αυξάνεται όταν οι "σημαντικοί άλλοι" μάς αποδέχονται και "τραυματίζεται" όταν μας απορρίπτουν. Ορισμένοι βέβαια από εμάς ασχολούνται σε δυσανάλογο βαθμό με την εικόνα που προβάλλουν προς τα έξω, ακόμη και αν κάποιες φορές εξαπατούν τους άλλους. Με άλλα λόγια, στον νάρκισσο υπάρχει δυσκολία αυτοαποδοχής και δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων».

Και συμπληρώνει σχετικά με την online επιδημία: «Διανύοντας την εποχή των social media με την ευκολία προβολής του ιδανικότερου εαυτού μας μέσω αυτών, χωρίς απαραίτητα να απαιτείται να έχουμε ουσιαστική επαφή και σχέση με τους διαδικτυακούς "φίλους" μας, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια εμμονή προβολής που εύκολα τροφοδοτείται και αυξάνεται ανάλογα με την ποσότητα των "like" που θα πάρουμε π.χ. σε κάθε selfie φωτογραφία, ενισχύοντας έτσι θετικά τη χαμηλή αυτοπεποίθηση που κρύβει ο ναρκισσισμός μας. Την εξέλιξη τέτοιων συμπεριφορών δεν τη γνωρίζουμε ακόμη, ωστόσο αξίζει να τονιστεί ότι δεν αποτελεί έναν θεραπευτικό τρόπο ουσιαστικής βελτίωσης της αυτοπεποίθησης ενός ατόμου, αλλά προσωρινής εξιδανίκευσης, χωρίς όμως το γνήσιο συναίσθημα. Ποιες πρέπει να είναι οι άμυνές μας; Να επαναπροσδιορίσουμε τη σημαντικότητα των social media στην καθημερινή μας ζωή, να σκεφτούμε τις σχέσεις μας και το κομμάτι της κριτικής ως προς τον εαυτό μας και τους άλλους, να αγαπάμε χωρίς να εξιδανικεύουμε και να εκφράζουμε γνήσια συναισθήματα χωρίς να ντρεπόμαστε».

Γύρω από τη ναρκισσιστική φρενίτιδα έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία βοηθημάτων - υπάρχουν ακόμη και μάνατζερ που σε βοηθούν να χτίσεις ιδανικά fan bases στο Facebook. Υπάρχουν ακόμη και πλασματικοί social media followers, σαν βαλτοί πελάτες στα νυχτομάγαζα, που λόγω κρίσης κάθονται στα πρώτα τραπέζια για να μη φαίνεται άδειο το κέντρο «διασκεδάσεως».

Ολο και πιο συχνά, οι ψυχοθεραπευόμενοι μιλούν στον ψυχοθεραπευτή τους για την εικονική και όχι για την πραγματική ζωή τους. Σύμφωνα με έρευνες, επτά στους δέκα χρήστες θα συνδεθούν - αν είχαν αποσυνδεθεί -
στο Facebook με το που θα ξυπνήσουν και προτού καν πάνε στην τουαλέτα. «Εγώ έχω το smartphone στο μαξιλάρι δίπλα μου και κοιμάμαι μαζί του σαν να είναι ο φίλος μου» μου είπε πρόσφατα μια φίλη. Ο φρενήρης διαγωνισμός δημοτικότητας μας γυρίζει πίσω στο βασανιστικό σκηνικό του σχολείου, όταν το μόνο που σε ένοιαζε ήταν αν φοράς τα καλύτερα αθλητικά παπούτσια σε όλο το προαύλιο. Αν η «φωτογραφία προφίλ» που μόλις ανέβασες δεν πήρε τα αναμενόμενα «like» μέσα στο πρώτο κρίσιμο πεντάλεπτο, καταφεύγεις σε σπασμωδικές κινήσεις, αλλάζοντας τη μία μετά την άλλη, όπως αλλάζεις μπλούζες μπροστά στον καθρέφτη όταν νιώθεις ότι τίποτα δεν σου πάει.
 
Ο ηλεκτρονικός πόνος της απόρριψης
Εκτός, λοιπόν, από τους δεκάδες λόγους που έχει κάποιος να νιώσει στενάχωρα στην καθημερινότητά του, έρχεται να προστεθεί και ένας ακόμη: η ιντερνετική απόρριψη. Ολο και περισσότεροι χρήστες του Διαδικτύου δηλώνουν ευθαρσώς σε ερωτηματολόγια ότι η διάθεσή τους εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από το πόσους σηκωμένους αντίχειρες θα βρουν κάτω από κάθε δημοσίευσή τους, ενώ το να τους διαγράψει κάποιος από φίλο είναι ικανό να τους καταρρακώσει.

Η selfie ως selfie δεν είναι καινούργια ανακάλυψη. Selfies βγάζαμε και στα 80s με μηχανές πολαρόιντ ή με Kodak fun μιας χρήσης. Το θέμα είναι ότι από τη στιγμή που θα δώσεις όνομα σε αυτό που κάνεις, η αθώα και αυθόρμητη φωτογραφία της στιγμής δεν είναι πια ούτε τόσο αθώα ούτε τόσο αυθόρμητη. Καταντάει μεγαλεπήβολο πρότζεκτ.

Φωτογραφίζουμε αδηφάγα τον εαυτό μας που παίρνει μπλαζέ ή φιλήδονες πόζες όπως οι Γιαπωνέζοι φωτογραφίζουν με μανία τη Μόνα Λίζα στο Λούβρο. Παράγουμε ασταμάτητα αυτοπροσωπογραφίες και τις εκθέτουμε σε εικονικές γκαλερί. Οπως στην τέχνη, όμως, έτσι και στη ζωή, όσο πιο πολλά είναι τα αντίτυπα που βγάζεις, τόσο μειώνεται η αξία του πρωτότυπου.
 
Το φλερτ με την αυτοκαταστροφή
Ο ναρκισσισμός σε ελεγχόμενες ποσότητες δεν βλάπτει. Σε υπερβολικές δόσεις, όμως, μπορεί να εξελιχθεί ακόμη και σε πάθηση. Ο πρώτος επίσημα καταγεγραμμένος Βρετανός με εθισμό στα selfies είναι ο 19χρονος Ντάνι Μπάουμαν, ο οποίος έδωσε και συνέντευξη στην εφημερίδα «Mirror». Το όνειρό του να τραβήξει την «τέλεια selfie» μετατράπηκε σε αρρωστημένη εμμονή, με τον ίδιο να φτάσει στο σημείο να παρατήσει το σχολείο, να χάσει 15 κιλά, να μη βγαίνει από το σπίτι επί έξι μήνες, τραβώντας κατά μέσο όρο εκατό φωτογραφίες του εαυτού του, επί δέκα ώρες την ημέρα.

Η μητέρα του τον βρήκε λιπόθυμο, όταν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει παίρνοντας χάπια, επειδή δεν είχε καταφέρει να τραβήξει τη φωτογραφία των ονείρων του. Αργότερα, στο νοσοκομείο, η περίοδος απεξάρτησής του από το κινητό του διήρκεσε αρκετό καιρό, με τον ίδιο αρχικά να καταφέρνει να αντέχει χωρίς το τηλέφωνό του για 15 λεπτά, ενώ στη συνέχεια μισή και μία ώρα.
 
Μια κοινωνία σε πρώτο ενικό
Η συγκεκριμένη ιστορία σίγουρα δεν χαρακτηρίζει την πλειονότητα των χρηστών των social media, όσο εθισμένοι και αν είναι με την απαθανάτιση του ειδώλου τους. Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στον έξω κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε εντός Διαδικτύου είναι πάνω-κάτω ο ίδιος με εκείνον όταν έχουμε βγει για να διασκεδάσουμε, να επικοινωνήσουμε, να ζήσουμε: ζευγάρια αμίλητα που θα βρουν σημείο επαφής μόνο όταν θα βγει το tablet πάνω στο τραπέζι της καφετέριας. Συντροφιές ολόκληρες που απαρτίζονται από πρόσωπα τα οποία φωταγωγούνται από τις οθόνες των smartphones, καθώς κομπάζουν στο Facebook πόσο καλά περνούν στο τάδε μπαρ. Η μοναξιά υπήρχε πάντα, απλώς τώρα κυκλοφορεί με πιο φαντεζί αξεσουάρ. Ο ναρκισσισμός, το χαϊδευτικό του ατομικισμού, αριθμεί πλέον στρατιές ατόμων μοναχικών και ολομόναχων: δεν θέλω να παντρευτώ ούτε και να συζήσω, τα λεφτά που βγάζω θέλω να τα τρώω όλα μόνος μου, να μη δίνω λογαριασμό σε κανέναν.


Μια κοινωνία σε πρώτο ενικό με τις φατσούλες emoticon ως μάσκες της σύγχρονης τραγωδίας ή κωμωδίας που βιώνει ο καθένας. Θέλουμε πολλά τετραγωνικά για τον εαυτό μας και πολλά πίξελ για το είδωλό μας. Παραπονιόμαστε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που μας καταλαβαίνουν πραγματικά και, όταν τελικά βρεθούν, νιώθουμε ότι πνιγόμαστε όπως ο Νάρκισσος στο ρηχό νερό, σε μια ύστατη προσπάθεια να ζήσει για πάντα ερωτευμένος με τον εαυτό του. 
 Αστερόπη Λαζαρίδου
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Posted on Σάββατο, Μαρτίου 21, 2015 by Unknown

No comments




Ο καπιταλισμός, ακριβώς όπως τα συστήματα φυσικών αριθμών των περίφημων θεωρημάτων του Κουρτ Γκέντελ, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και συνεπής και πλήρης. Αν είναι συνεπής με τις αρχές του εμφανίζονται προβλήματα που αυτός δεν είναι σε θέση να επιλύσει και αν προσπαθήσει να τα επιλύσει δεν μπορεί παρά να πάψει να είναι συνεπής προς τις δικές του βασικές θέσεις. Πολύ πριν ο Γκέντελ διατυπώσει το θεώρημά του, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μελετώντας τη «συσσώρευση του κεφαλαίου», είχε υποστηρίξει ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς «μη καπιταλιστικές» ή «προκαπιταλιστικές» οικονομίες. Ο καπιταλισμός είναι σε θέση να προοδεύει με βάση τις αρχές του όσο υπάρχουν «παρθένα εδάφη» ανοιχτά στην επέκταση και την εκμετάλλευση. Για να το πούμε καθαρά, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ουσιαστικά παρασιτικό και, όπως όλα τα παράσιτα, όταν βρίσκει έναν ακόμη ανεκμετάλλευτο οργανισμό από τον οποίο τρέφεται, μπορεί να ευημερεί για μιαν ορισμένη περίοδο, αλλά δεν μπορεί να μη βλάψει τον ξενιστή, καταστρέφοντας έτσι αργά ή γρήγορα τις προϋποθέσεις της ευημερίας του ή ακόμη και της επιβίωσής του. Ωστόσο, γράφοντας σε μιαν εποχή ιμπεριαλισμού και αχαλίνωτων εδαφικών κατακτήσεων, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν φανταζόταν, και δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι τα προμοντέρνα εδάφη που βρίσκονταν σε εξωτικές ηπείρους δεν ήταν οι μοναδικοί δυνητικοί «ξενιστές», από τους οποίους θα μπορούσε να τραφεί ο καπιταλισμός για να παρατείνει την ύπαρξή του και να εγκαινιάσει μια σειρά περιόδων ευημερίας. Σήμερα, από την απόσταση ενός περίπου αιώνα, γνωρίζουμε ότι η δύναμη του καπιταλισμού βρίσκεται στην εξαιρετική επινοητικότητα με την οποία, κάθε φορά που τα είδη τα οποία εκμεταλλευόταν προηγούμενα μειώνονται ή χάνονται, κατορθώνει να αναζητήσει και να βρει (ή καλύτερα να παράγει) νέα είδη ικανά να τον φιλοξενήσουν. Βρίσκεται επίσης στον καιροσκοπισμό και την ταχύτητα με την οποία κατορθώνει να προσαρμοστεί ξανά σαν ιός στις ιδιοσυγκρασίες των νέων βοσκοτόπων του.
Οι τωρινοί πιστωτικοί περιορισμοί δεν είναι η ένδειξη του τέλους του καπιταλισμού, αλλά μόνον της εξάντλησης του πιο πρόσφατου βοσκότοπου. Υπάρχει ένα ανέκδοτο για δύο πωλητές που ταξίδευαν στην Αφρική για λογαριασμό των αντίστοιχων επιχειρήσεων, οι οποίες έφτιαχναν παπούτσια. Ο πρώτος πωλητής έστειλε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του το ακόλουθο μήνυμα: εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι, γι’ αυτό μη στέλνετε παπούτσια. Ο δεύτερος αντίθετα έγραψε στην εταιρεία του: εδώ όλοι περπατούν ξυπόλητοι, γι’ αυτό στείλτε αμέσως δέκα εκατομμύρια ζευγάρια παπούτσια. Το νόημα του ανεκδότου είναι το εγκώμιο ενός ευρηματικού και επιθετικού επιχειρηματικού πνεύματος και η καταδίκη των ορίων μιας επιχειρηματικής φιλοσοφίας, η οποία αποσκοπεί στο να ικανοποιεί τις υπάρχουσες ανάγκες, μέσω προσφορών που διαμορφώνονται ως απλή ανταπόκριση στην υπάρχουσα ζήτηση.
Η επιχειρηματική φιλοσοφία που θεωρείται σήμερα επιτυχημένη, σε μια κοινωνία που από κοινωνία παραγωγών (στην οποία τα κέρδη προέρχονταν πρωτίστως από την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας) μετασχηματίστηκε με επιτυχία σε κοινωνία καταναλωτών (στην οποία τα κέρδη προέρχονται πρωτίστως από την εκμετάλλευση των επιθυμιών των καταναλωτών), βασίζεται στην ιδέα ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να αποφεύγουν να ικανοποιούν τις ανάγκες και πρέπει να υποκινούν, να προκαλούν, να επικαλούνται και να διογκώνουν άλλες ανάγκες που θα ζητούν την ικανοποίησή τους και άλλους δυνητικούς καταναλωτές, που θα δρουν ωθούμενοι από αυτές τις ανάγκες· με μια λέξη, ότι είναι καθήκον της προσφοράς να δημιουργεί τη δική της ζήτηση. Τα δάνεια δεν αποτελούν εξαίρεση: η προσφορά πίστωσης πρέπει να δημιουργεί και να επεκτείνει την ανάγκη για δανεισμό. […]

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ο Μπάουμαν ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες και το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 διετέλεσε καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας. Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: "Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους"
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Posted on Σάββατο, Μαρτίου 21, 2015 by Unknown

No comments



Του Σπύρου Βρυώνη, Βυζαντινολόγου, Ακαδημαϊκού από το πρώτο τεύχος του περ. Νέος Λόγιος Ερμής
Η απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να οργανώσει τρεις διαφορετικές ημερίδες, σχετικές με τις σημαντικές χρονολογίες και την προέλευση των σύγχρονων Ελλήνων, είναι σημαντική για το νέο ελληνικό κράτος και για εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως σύγχρονοι Έλληνες, καθώς και για εκείνους που δεν το κάνουν. Οι αποσυνθετικές παράμετροι των διεθνών διπλωματικών και στρατιωτικών συγκρούσεων έχουν δημιουργήσει ένα παγκόσμιο παράδοξο, στα πλαίσια του οποίου ορισμένοι προέβλεπαν την αποδυνάμωση ή τη σταδιακή εξαφάνιση του «έθνους» και του «εθνικισμού» μπροστά στο «διεθνισμό», ενώ άλλοι είχαν προβλέψει το αντίθετο: την εξασθένιση ή εξαφάνιση του «διεθνισμού» μπροστά σε μια αναβίωση του «έθνους» και του «εθνικισμού». Ωστόσο, η διατύπωση προφητικών προβλέψεων δεν περιλαμβάνεται στο έργο του ιστορικού.
Συχνά οι κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Με την αύξηση των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες. Το παράδειγμα του διάσημου βοστονέζου ψυχιάτρου Δρ. Langer να προβεί σε ανάλυση της προσωπικότητας του Χίτλερ αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Η χρησιμοποίηση της στατιστικής από τους κοινωνιολόγους έχει οπωσδήποτε μια πρακτική αξία, σε ότι αφορά τις προφανείς ασθένειες της σύγχρονης κοινωνίας. Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικισμού». Διότι εδώ αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους.
Μετά από αυτές τις λίγες γενικεύσεις που αφορούν τους κοινωνικούς επιστήμονες, πρέπει να στραφούμε προς το ρόλο τους στη διαμόρφωση των θεωριών και των εννοιών «έθνος» και «εθνικισμός». Δεν είμαι ειδικός στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, υποχρεώθηκα να αντιμετωπίσω το έργο των κοινωνικών επιστημόνων σχετικά με το σημαντικό ζήτημα της φύσης και της προέλευσης του «έθνους» και του «εθνικισμού», ζήτημα που, τα τελευταία πενήντα χρόνια, έχει διαμορφώσει μια ολόκληρη βιομηχανία, με μεγάλη επιστημονική βιβλιογραφία. Παραπέρα, αποτελεί ένα θέμα το οποίο έχει υποστεί μια ταχεία και δυναμική εξέλιξη στα 65 χρόνια που πέρασαν από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση θα γίνει προσπάθεια να αναδειχθούν κάποια βασικά σημεία των τομών που σηματοδότησαν ραγδαίες αλλαγές –θεωρητικά και πρακτικά– στην ιστορία και την προέλευση των εννοιών «έθνος» και «εθνικισμός».
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι πολλά επιστημονικά συγγράμματα έχουν χρησιμοποιήσει μόνο ένα παλαιότερο μέρος από τα πορίσματα των κοινωνικών επιστημόνων, και συνεπώς, εφαρμόζουν τις μεθόδους, τις υποθέσεις, τα συμπεράσματα και τις προβλέψεις τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις μεταγενέστερες μελέτες, τις διορθώσεις και κάποτε τις ριζικές αναθεωρήσεις τους, τόσο στη θεωρία, όσο και στα δεδομένα που χρησιμοποιούν σχετικά με το ζήτημα αυτό. Διότι τα συγγράμματα των κοινωνικών επιστημόνων σε ένα χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον μισό αιώνα, έχουν υποστεί πολύ σημαντικές αλλαγές ως προς τις θεωρίες και την ιστορία της εξέλιξης της σημασίας του «έθνους» και του «εθνικισμού».
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες κατά κύριο λόγο οι οποίοι, όχι μόνο εξετάζουν το «πότε» και το «πώς» εμφανίστηκαν τα έθνη και ο εθνικισμός, αλλά είναι επίσης και αυτοί που έχουν διατυπώσει τόσο τις σχετικές θεωρίες, όσο και πολλές παραλλαγές αυτών των θεωριών. Τα έργα τους έχουν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στο διάλογο γι’ αυτά τα δύο «σύγχρονα» φαινόμενα, συνεχίζουν να τον εμπλουτίζουν και προσωπικά τα έχω βρει συναρπαστικά, έχοντας ωφεληθεί τα μέγιστα από αυτά. Εντούτοις, τα έργα αυτά προβαίνουν σε μια εκτεταμένη χρήση ιστορικών δεδομένων, προκειμένου να καταλήξουν σε θεωρητικά συμπεράσματα· μια εξειδικευμένη «πραγματολογική» γνώση μιας συγκεκριμένης περιοχής ή κοινωνίας, ή εποχής· μια έλλειψη εξειδικευμένης «πραγματολογικής» γνώσης των θεματικών που βρίσκονται εκτός μιας πεπερασμένης «πραγματολογικής» γνώσης· την κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοιο βαθμό ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων)· μια γενική εξάρτηση από ιστορικούς εξειδικευμένους σε μια επιστημονική περιοχή με την οποία ο κοινωνικός επιστήμονας δεν είναι εξοικειωμένος· την ισχυρή επιρροή των κοινωνικών επιστημόνων στην ιστορική επιστήμη σε αυτόν τον τομέα· την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε» και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού· την αποτυχία τους να διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. Αυτή η πολυχρησιμοποιημένη λέξη χρησιμοποιείται από όλους τους κοινωνικούς επιστήμονες, αλλά η συγκεκριμένη χρήση της μπορεί να διαφέρει από τον ένα κοινωνικό επιστήμονα στον άλλο. Επιπλέον, πολλοί ιστορικοί ασχολούνται με το «που» και «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, αλλά δίνουν πολύ λίγη προσοχή στον σαφή προσδιορισμό της έννοιας του πολιτισμού.
Η ανάπτυξη της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας των κοινωνικών επιστημών είναι τεράστια, με αποτέλεσμα να έχει επισκιάσει τις προσπάθειες να διατυπωθεί μια ιστορία της εξέλιξης των εννοιών του «έθνους» και της «εθνικότητας». Για τους σκοπούς αυτής της σύντομης παρουσίασης θα περιγράψουμε τα μεταπολεμικά έργα της περιόδου 1945-2003 (κατά Paul Lawrence) πολύ σύντομα και επιμένοντας μόνο στα σημαντικά σημεία.
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο υποπεριόδους: Αυτή που αποκαλείται «απαρχές του κλασσικού μοντερνισμού (1945-1969»και την «άνοδο και πτώση του κλασικού μοντερνισμού (1970-2003)».
Πρόκειται για ένα μόνο μέρος του σκελετού που χρησιμοποιείται από τον Lawrence, αλλά αρκεί για την παρούσα ανάλυση. Επιπλέον, μέσα σε κάθε κίνηση ή θεωρητική στάση υπάρχουν παραλλαγές ως προς τους παράγοντες και/ ή τις λεπτομέρειες, οι περισσότερες των οποίων δεν μας αφορούν εδώ.
Ο πολιτικός επιστήμονας Ernest Gellner αναγνωρίζεται γενικά ως ο «αρχιερέας» του μοντερνισμού (όσον αφορά τη συζήτηση για την προέλευση του έθνους και του εθνικισμού), που επέφερε μια εντυπωσιακή αλλαγή στη θεωρία και τη σύλληψη του υπό συζήτηση θέματος. Ο Gellner τοποθετείται στην αφετηρία αυτού που έχει περιγραφεί ως «κλασικός μοντερνισμός» (στο περιορισμένο πεδίο του). Τα κείμενά του επέπρωτο να γίνουν ο άγριος άνεμος, που φύσηξε στη φωτιά των διαλόγων για το έθνος και τον εθνικισμό. Για δύο σχεδόν δεκαετίες (από την δημοσίευση τους το 1964) η θεωρία του αποτέλεσε ένα ατράνταχτο δόγμα, μια ορθοδοξία, προτού υποστεί μιας οποιαδήποτε εύστοχη επίθεση.
Η θεωρία του δομήθηκε πάνω σε δύο σημαντικές προγενέστερες συμβολές. Η πρώτη ήταν τα γραπτά του ιστορικού Hans Cohn και του πολιτικού επιστήμονα Karl Deutsch, οι οποίοι είχαν προσφέρει στις έννοιες τόσο του έθνους όσο και του εθνικισμού μια διάσταση έντονης  νεωτερικότητας. Δεύτερον, και σημαντικότερο, κατά την προηγούμενη δεκαετία ορισμένοι κοινωνιολόγοι εργάστηκαν πάνω στις δικές τους κοινωνικές θεωρίες, τις οποίες ο Τalcott Parsons επεξέτεινε και εμβάθυνε ως προς τον τρόπο με τον οποίο παραδοσιακές (φεουδαρχικές / αγροτικές) κοινωνίες μετατράπηκαν σε σύγχρονες. Το αποτέλεσμα ήταν μια νεότερη προσέγγιση και θεωρητικοποίηση, η οποία απαιτούσε λειτουργική ανάλυση των αναγκών των κοινωνιών σε περιόδους μεγάλων αλλαγών και προκλήσεων.
Ο Gellner παρέμεινε προσηλωμένος στις κατευθυντήριες αρχές του σε όλη του τη σταδιοδρομία και σε όλα τα γραπτά του (υπάρχουν μόνο μικρές παρεκκλίσεις από την απόλυτη απόρριψη  κάθε τι του παραδοσιακού) και η επιμονή του εκφράζεται καλύτερα με τα δικά του λόγια:
Μοντερνιστές, όπως εγώ, πιστεύουμε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, και δεν υπάρχει τίποτε το προγενέστερο το οποίο να επιφέρει την παραμικρή διαφοροποίηση στα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε.
Τα επιχειρήματά του συνήθως αρχίζουν με την απόφανση ότι ο εθνικισμός και το έθνος είναι αδιαμφισβήτητα και αποκλειστικά σύγχρονα φαινόμενα, καθώς και με την απερίφραστη απόρριψη κάθε επιβίωσης κάποιων ουσιαστικών για το ζήτημα παραδοσιακών στοιχείων. Ακόμη και η απλή σκέψη μιας τέτοιας επιβίωσης απορριπτόταν ως «σκέτη ανοησία». Περαιτέρω, ο ίδιος αναδιατυπώνει αυτή τη θέση, επιστρατεύοντας ένα είδος υλιστικού αιτιολογικού παράγοντα, σε αντίθεση με μια μη-υλιστική αιτιώδη συνάφεια που χρησιμοποιούν άλλοι μελετητές. Θεώρησε τον εθνικισμό ως «υποπροϊόν» της νεωτερικότητας, μιας νεωτερικότητας που είναι αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα.
Ακόμα ένα τέτοιο «υποπροϊόν» είναι και το νέο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα που απαιτεί η εκβιομηχάνιση για να εξυπηρετήσει το νέο έθνος-κράτος. O Gellner διακηρύσσει ότι η συνύπαρξη πολιτισμών, ξένων μεταξύ τους, δηλαδή τα δύο επίπεδα της προ-μοντέρνας κοινωνίας, αρκούσαν για τις μεσαιωνικές παραδοσιακές πολιτικές οντότητες. Αλλά η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε τη διατάραξη και τη διάλυση αυτών των δύο διαφορετικών πολιτισμών, και οι κοινωνίες απαίτησαν μια αντίστοιχη εκπαιδευτική επανάσταση, καθώς η παραδοσιακή κοινωνία άρχισε να μετακινείται προς τις εκβιομηχανισμένες πόλεις.
Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι οικονομικές ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας δημιουργήθηκε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο επέφερε την υιοθέτηση της κρατικής κουλτούρας από την πρώην παραδοσιακή κοινωνία, καθώς αυτή συνέρεε στις πόλεις. Αυτή η νέα προσπάθεια για εξασφάλιση κοινωνικής ομοιογένειας επιβλήθηκε, συνεπώς, με την υιοθέτηση ενός ενιαίου πολιτισμού. (Πρέπει να διευκρινιστεί, σε αυτό το σημείο ότι οι συμμετέχοντες στο διάλογο αυτό είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον όρο πολιτισμός, με τρόπο που να ορίζει σχεδόν οτιδήποτε μπορούσε να προσδώσει συνοχή σε μία συγκεκριμένη θεωρία ή σε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα. Η «σημασία» του, επομένως, προσδιορίζεται από τις κοινωνικές επιστήμες ή από οποιαδήποτε άλλη θεωρία. Μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε απαιτείται από οποιοδήποτε εγχείρημα.)
Ωστόσο, το έργο και η θεωρία του Gellner ως προς το έθνος και τον εθνικισμό αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό σε ένα διάλογο, ο οποίος συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Τόσο οι επικριτές όσο και οι στρατιές των οπαδών του έχουν επηρεαστεί από τη σκέψη και τη θεωρία του, ενώ ορισμένες σύγχρονες διαστάσεις των απόψεών του έχουν επιβιώσει, σε αντίθεση με άλλες.
Ο Lawrence θεωρεί τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 ως την περίοδο της ανόδου, όσο και της πτώσης του «κλασικού μοντερνισμού». Η εποχή άνοιξε με έναν έντονο, για να μην πω οξύτατο, διάλογο ως προς την προέλευση και την ουσία του έθνους και του εθνικισμού. Οι οπαδοί της θεωρίας του Gellner επιμένουν ιδιαίτερα στη νεωτερικότητά της και την κεφαλαιώδη σημασία της οικονομικής ανάπτυξης στη βιομηχανική επανάσταση και στην άλλη επανάσταση που ακολούθησε, δηλαδή το νέο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα, και στην απομάκρυνση από τους προγενέστερους πολιτισμούς των προ-βιομηχανικών κοινωνιών. Εδώ τα κείμενα και οι θεωρίες του Eric Hobsbaum και του Benedict Anderson παίζουν έναν κομβικό ρόλο. Δεδομένης της συντομίας αυτής της ανακοίνωσης δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε για άλλους συγγραφείς, όπως οι Paul Brass και Michael Hechter. Είναι τα έργα του Hobsbaum και του Anderson, που συνέβαλαν στην απόλυτη επικράτηση της νεωτερίζουσας αντίληψης περί εθνών και στην προσωρινή κυριαρχία της στον διάλογο που διεξάγεται στο εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών.
Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα οι απαρχές της μεθοδολογικής κριτικής, τόσο σε βιβλιοκριτικές των μοντερνιστικών έργων, όσο και με την εμφάνιση σοβαρών ακαδημαϊκών εργασιών που αμφισβητούσαν ουσιώδεις παραμέτρους των νεωτεριστικών θεωριών.
Μεταξύ άλλων, οι Hobsbaum και Anderson συνέδεσαν τις θεωρητικές αναπτύξεις τους με εκείνες των μοντερνιστών (Gellner κ.α.), σχετικά με την εξέλιξη της πολιτικής και βιομηχανικής κοινωνίας. Διαφοροποιήθηκαν, ωστόσο σε ένα σημείο εγείροντας το ζήτημα της πληρέστερης κατανόησης ενός τρίτου παράγοντα που συμβάλλει στη δημιουργία του εθνικισμού, τον παράγοντα του πολιτισμού.
Αυτόν τον πολιτισμό ο Anderson τον ορίζει ως ένα «πολιτισμικό τεχνούργημα». Επομένως, «εφευρέθηκε», ή, ακόμη καλύτερα, υπήρξε προϊόν φαντασίας ή κατασκευής από τις ελίτ. Εισήλθε στο μείγμα ως «ιστορικές συγκυρίες». Ορίζοντάς το στοιχείο του «εθνικού αισθήματος» ή συναισθήματος ως κατασκευή, οι δύο αυτοί συγγραφείς επιχείρησαν με έμφαση να το εισαγάγουν στο σχήμα του Γκέλνερ. Πρόθεσή τους ήταν με αυτόν τον τρόπο να προσδώσουν στον εθνικισμό και στο έθνος μια πιο ζεστή, πολιτισμική διάσταση, η οποία ουσιαστικά έλειπε από τις προηγούμενες θεωρίες των μοντερνιστών.
Αυτός ο τρίτος παράγοντας ήταν αναγκαίος, καθώς συνυπολόγιζε τις σοβαρές θυσίες που απαιτούσε η ανάδυση της νέας μοντέρνας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, αυτός ο τρίτος παράγοντας του «συναισθήματος» συνοδεύεται, στα κείμενα των δύο συγγραφέων, από τις λέξεις «προγενέστερος», «βαθύς», «παραδοσιακός» πολιτισμός, υπονομεύοντας έτσι την αυστηρότητα της θεωρίας τους. Διότι αυτό το στοιχείο αποτέλεσε στη συνέχεια το έναυσμα για μια επίθεση εναντίον της συνολικής θεωρίας, που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που εφευρέθηκαν ή δημιουργήθηκαν από τον μοντερνισμό. Παρ’ ότι ο όρος «φαντασιακός», χρησιμοποιείται για να καταδείξει πόσο άχρηστη είναι η παράδοση, δηλαδή οι προ-νεωτερικές θεωρίες των έθνους και του εθνικισμού, στην  πραγματικότητα, και ο Hobsbaum και ο Anderson είχαν μόνο τα δύο από τα τρία «πόδια» τους στο στρατόπεδο των μοντερνιστών. Ενώ το τρίτο μέλος τους πατούσε στην πολύ διαφορετική και ανταγωνιστική θεωρία των εθνοσυμβολιστών. Έτσι, ο πρώτος έχει μιλήσει για την ανάγκη εμβάθυνσης στις προγενέστερες κοινωνίες, ως έναν από τους παράγοντες της διαδικασίας, ενώ και οι δυο παραβίασαν τη μοντερνιστική καθαρότητα του Gellner. Στην πραγματικότητα, η τρίτη συνιστώσα, το εθνικό ή εθνοτικό συναίσθημα ως φαντασιακό δημιούργημα, δύσκολα μπορούσε να θεωρηθεί μια επιστημονική βάση για την ερμηνεία ενός «νόμου» των κοινωνικών επιστημών. Η χρήση των όρων «φαντασιακός» και «προϊόν φαντασίας» δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελιγμών σε ένα διάλογο. Δεν είναι αδόκιμο να αναφέρουμε κ εδώ το ερώτημα ενός επικριτή: «Πώς ξεχωρίζεις το “γνήσιο” από το “ψευδές” παρελθόν;» Το να επιμείνει κανείς στα μυθικά «δεδομένα» είναι τουλάχιστον ύποπτο. Αυτό εξ άλλου εγείρει το ζήτημα των σχέσεων μύθου και ψεύδους.
Πριν περάσουμε στην επόμενη φάση της συζήτησης, δηλαδή την αποτελεσματική κριτική και ανάλυση της μοντερνιστικής αντίληψης, αξίζει να εξάρουμε, εν συντομία, ορισμένες αρετές του βιβλίου του Anderson. Η αντικειμενικότητά του είναι αδιαμφισβήτητη, η ευγένειά του απέναντι στους επικριτές του χρησιμοποιείται δημιουργικά, γι’ αυτό και πρόσθεσε δύο κεφάλαια στη δεύτερη έκδοση και τους ευχαριστεί για τις κριτικές υποδείξεις τους. Επί πλέον, εισάγει μια παράμετρο που σπανίως συναντάται στον σχετικό διάλογο, τις απόψεις των εθνών και εθνικισμών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Προσωπικά, βρήκα ότι το βιβλίο του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω του ότι εκφράζει τους κλασικούς μοντερνιστές την παραμονή μιας ριζικής ανατροπής.
Οδηγούμαστε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία που επιχείρησε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner. Αν και ο πρώην μαθητής δεχόταν αρχικά τις θεωρίες του δασκάλου του, μετά από μια περαιτέρω λεπτομερέστερη επανεξέταση της μοντερνιστικής ερμηνείας, συνειδητοποίησε ότι η έννοια του πολιτισμού δεν αντιμετωπιζόταν ικανοποιητικά στη μοντερνιστική θεωρία. Αν και δεχόταν τη νεωτερικότητα του μοντερνιστών ως προς τη νεωτερική υφή του έθνους και του εθνικισμού, βρήκε την ανάλυση του πολιτισμού και του ρόλου του στην εφεύρεση του «πολιτισμού» ρηχή και ανεπαρκή για μία συνολική θεωρητική περιγραφή του έθνους και του εθνικισμού. Η μεταγενέστερη σταδιοδρομία του Smith υπήρξε εξαιρετικά παραγωγική και η διατύπωση της θεωρίας του πειστική, σε μια επιτυχημένη προσπάθεια να προσδώσει ιστορικότητα και στις δύο αυτές έννοιες, καθώς τους προσέδωσε ισχυρές και αδιαμφισβήτητες ρίζες στην αρχαιότητα αυτής της διάστασης του έθνους και του εθνικισμού. Κατά την άποψή του, ο τρίτος παράγων στη δημιουργία του έθνους και του εθνικισμού ήταν το ιστορικό προνεωτερικό παρελθόν.
Στο εξής, ο διάλογος για την προέλευση και τη φύση και του έθνους και του εθνικισμού έλαβε χώρα με τρόπο ορατό και ηχηρό, και σε έντυπη μορφή μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Η άποψη του Smith είναι ότι το «έθνος»  προέρχεται από τα «έθνη», δηλαδή από τη συλλογική μορφή της κοινότητας στις προ-νεωτερικές κοινωνίες, στις οποίες οι παραδόσεις ήσαν ακόμα ισχυρές, και διατηρείτο η συνοχή τους ως μιας συνειδητής κοινωνικής οντότητας, η οποία κατά την διαδικασία του εκσυγχρονισμού της προσέδωσε στο έθνος και τον εθνικισμό μεγάλο μέρος του πολιτισμού και ειδικότερα του «συναισθήματος» και των «αισθημάτων» της αρχαιότητας. Οι οπαδοί της νέας ερμηνείας χαρακτηρίσθηκαν ως «εθνοσυμβολιστές». Οι εθνοσυμβολιστές, μεταξύ άλλων, προσέφεραν στη θεωρία του έθνους και του εθνικισμού μια νέα εξαιρετικά παραγωγική αντίληψη, η οποία συνέδεσε τη νεωτερικότητα με μια αναμφισβήτητα βαθιά και πλούσια ποικιλία από συναισθήματα και ιστορικά δεδομένα, ενώ η αποδοχή των απόψεών τους συνέβαλε στο να αναδειχθεί αυτή η έννοια του πολιτισμού, και να αντικατασταθεί η πιο στρουκτουραλιστική και αδιάφορη θεωρία περί πολιτισμού που είχαν αναπτύξει οι κλασικοί μοντερνιστές.
Τα κείμενα του Smith απέδωσαν καρπούς και ο δάσκαλός του βρέθηκε να παλεύει για μια χαμένη μάχη. Βέβαια, ο Gellner δήλωσε ότι ποτέ δεν αποδέχθηκε το έργο του μαθητή του και παρέμεινε σθεναρά προσηλωμένος στις απόψεις του μέχρι τέλους. Αλλά έτσι αγνόησε το γεγονός ότι ο ίδιος είχε δηλώσει πως η θεωρία του για τον πολιτισμό έχει προκύψει από το παρελθόν. Πάντως, παραδέχτηκε ότι η νέα αυθεντία ήταν πλέον ο Smith.
Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο ανοικτός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά, δήλωσε ότι το έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό. Συμβαίνει συχνά η αρετή να αναδεικνύεται στις στιγμές της ήττας. Μόλις συνειδητοποίησε ότι η θεωρία του Smith είχε αντικαταστήσει τη δική του θεωρία, έγραψε στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του δικού του κλασικού έργου, lmagined Communities [στα ελληνικά το έργο έχει μεταφραστεί με τον τίτλο Φαντασιακές κοινότητες], ότι συνειδητοποίησε πως το εν λόγω βιβλίο του είχε σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι και ολοκληρωτικά, ξεπεραστεί. Αξίζει να παρατεθεί αυτούσια η έκφραση αυτής της συνειδητοποίησης, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα αφορμή για αναστοχασμό από όλους τους θεωρητικούς, που διατυπώνουν άκαμπτες θεωρίες στις κοινωνικές επιστήμες:
Δεν είναι μόνον το πρόσωπο του κόσμου που έχει μεταβληθεί κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Και η μελέτη του εθνικισμού έχει μεταμορφωθεί εκπληκτικά – σε μέθοδο, κλίμακα, εκλέπτυνση, ακόμα και ποσοτικά… Η προσαρμογή των Φαντασιακών Κοινοτήτων στις απαιτήσεις αυτών των τεράστιων αλλαγών που έχουν συμβεί στον κόσμο και στα κείμενα είναι ένα έργο που υπερβαίνει τις σημερινές δυνατότητές μου. Έκρινα καλύτερο, ως εκ τούτου, να το αφήσω σε μεγάλο βαθμό ως έχει, ως ένα μη «αναστηλωμένο» κομμάτι εποχής, με το δικό του χαρακτηριστικό στυλ, σιλουέτα, και διάθεση.
Ωστόσο, αντλεί παρηγοριά από το ακόλουθο γεγονός:
Η ιδιότυπη μέθοδος και οι προβληματισμοί των Φαντασιακών Κοινοτήτων μου φαίνεται ότι εξακολουθούν να βρίσκονται στις παρυφές των νεότερων μελετών για τον εθνικισμό – και υπό την έννοια αυτή, τουλάχιστον, δεν έχουν ολοκληρωτικά  ξεπεραστεί.
Τα συναισθήματά του, που διατυπώνονται με τόση σαφήνεια, είναι ένας καθρέφτης των αρετών του ως μελετητή και ως ανθρώπου. Πιστεύει στο διάλογο ως επιστημονική μέθοδο, και ήταν αρκετά ευφυής ώστε να συνειδητοποιήσει τη φύση όλων των θεωριών που υπόκεινται σε διάλογο. Αναγνωρίζει ότι το έργο του είναι και παραμένει κλασικό, έστω και αν είναι πλέον περιθωριοποιημένο. Ωστόσο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ακαδημαϊκού διαλόγου.
 Τέλος, λίγα –ελάχιστα μάλιστα– σχετικά με τους μεταμοντέρνους. Η συμβολή τους, αν μπορεί κανείς να την ονομάσει έτσι, είναι ότι θέτουν ένα τέλος στο διάλογο, δεδομένου ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι προτείνουν θεωρίες για πράγματα, τα οποία είναι αδύνατο να γνωρίζουμε! Ο Derrida θα έθετε τέλος σε ένα τέτοιο διάλογο με τη θεωρία του για την «αποκλειστικότητα» του κειμένου. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο. Με αυτό το απόφθεγμα αποκλείει και τον εαυτό του. Γνωρίζει, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο. Με αυτή τη διατύπωση, και ο ίδιος αποκλείει τον εαυτό του από όλα τα κείμενα, είτε προ-μοντέρνα είτε σύγχρονα, και αποκλείει και την ίδια τη μη-θεωρία του. Θεωρητικά, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει μια τέτοια θεωρία, αλλά οι κοινωνικοί επιστήμονες θα την απέρριπταν. Οι δε οπαδοί της θεωρίας της αποδόμησης, προτιμούν να επιτίθενται κατά των συγγραφέων και όχι κατά των ίδιων των κειμένων. Ωστόσο, άλλοι μελετητές θεωρούν τον διανοητικό διάλογο θετική προσέγγιση και μπορούν, ατελώς, να συγκρίνουν το διάλογο με την αναζήτηση για την Ιθάκη στο περίφημο ποίημα του Καβάφη.
* Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» που διοργάνωσε η Ακαδημίας Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010. Παραχωρήθηκε  για δημοσίευση στον νέο Λόγιο Ερμή, από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Κωνσταντίνο Σβολόπουλο.
Συνοπτικός κατάλογος των έργων που συμβουλευτήκαμε
Benedict Anderson, Imagined Com unites. Reflections on the Origin and Spread of
Nationalism, αναθεωρημένη έκδοση, London-New York, Trade paperback, Verso, 1991
Fredrik Barth, Andre Gingrich, Robert Parkin, Sydel Silverman. One Discipline, Four Ways: British, German, French, and American Anthropology. Chicago and London: University of Chicago Press, 2005,
John W. Bennett, Classic anthropology: critical essays 1944-1996; with contributions by Leo A. Despres & Michio Nagai. Transaction Publishers  (New Brunswick, NJ) 1998.
J.A. Cuddon, The Penguin Dictionary of Literary Terms and Literary Theory, Penguin books, 1992.
Ernest Gellner, Nations and Nationalism, Ithaca, NY: Cornell University Press 1983.
Clifford Geertz, The Interpretation of Cultures, New York, Basic Books 1973.
E.J. Hobsbaum, Nations and Nationalism since 1789. Programme, myth, reality
Wiltshire, Cambridge University Press, 1990.
John Hutchinson,’l’h’Ei’ Dynamics of Cultural Nationalism, London, Routledge, 1987.
J. Hutchinson & Anthony D.Smith, editors, Nationalism, Oxford-New York, Oxford University Press, 1994.
J. Hutchinson & A.D. Smith, editors, Ethnicity, Oxford-New York, Oxford University Press, 1996.
Alfred L. Kroeber, Clyde Kluckholn, Culture, A Critical Review of Concepts and
Definitions, New York, Vintage Books, 1952
Anthony D. Smith, The Antiquity of Nations, Cambridge-Malden MAss. , Polity, 2004
Eglin-Childers and Gary, (επιμ), The Columbia Dictionary of Modern Liter-
ary and Cultural Criticism, New York, 1995

Posted on Σάββατο, Μαρτίου 21, 2015 by Unknown

No comments